Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος β΄)
Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού
Ε. Πριν προχωρήσουμε στην καθαρώς προτεσταντίζουσα
πλευρά της Νέας Εκκλησιολογίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο
του εξεταζομένου κειμένου («Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι»), συνεχίζουμε την αναφορά
με την εξέταση του καταταλαιπωρημένου ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, με
την οποία φαίνεται τόσο η παπίζουσα, όσο και η προτεσταντίζουσα επιρροή στη Νέα αυτή Εκκλησιολογία των Οικουμενιστών.
Ο Σ. προβαίνει σε
μια πρωτοφανή ερμηνευτική ανάλυση του Κανόνος τούτου, η οποία τον οδηγεί στις
εξής εσφαλμένες, όπως θα αποδειχθεί, θέσεις (με την σειρά που παρουσιάστηκαν):
ε1. Όταν δεν υπάρχει προγενέστερη συνοδική καταδίκη του
Πατριάρχου για αίρεση, ο Κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί,
ε2. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι Πατριάρχης σήμερα κηρύττει κατεγνωσμένη
αίρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»,
ε3. Η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων δια του
διαλόγου δεν συνιστά αίρεση,
ε4. Ο Κανόνας μιλώντας για αιρέσεις, εννοεί συγκεκριμένες
αιρέσεις, καταδικασμένες μέχρι τότε, και δεν αφορά μεταγενέστερες χρονολογικά,
γι’ αυτό και επίκληση και εφαρμογή του ήταν άγνωστη στην εκκλησιαστική
γραμματεία επί αιώνες,
ε5. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν υπάρχει άλλη Οικουμενική
Σύνοδος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και επομένως κάθε αίρεση μετά από την Σύνοδο
αυτήν δεν είναι «κατεγνωσμένη»,
ε6. Η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας εξ αιτίας
κατεγνωσμένης αιρέσεως, δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που την κηρύττει Πατριάρχης
και όχι αν την κηρύττει Επίσκοπος ή Μητροπολίτης, αναφέρεται δηλαδή
αποκλειστικά στον ΙΕ΄ Κανόνα και όχι τους ΙΓ΄ και ΙΔ΄, άρα κάθε «αυθαίρετη
πράξη» (σ. ημ. εννοεί την αποτείχιση) από πρεσβύτερο ή μοναχό αποκλείεται και
ε7. Οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν δικαιολογούν
την επίκληση του Κανόνος για Αποτείχιση.
Ας τα δούμε ένα
ένα:
ε1. Η θέση αυτή δεν
μπορεί να ισχύει, διότι ο Κανόνας είναι σαφής, αφού όχι μόνο αναφέρεται σε αίρεση
«παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων ἢ Πατέρων
κατεγνωσμένην» (και άρα αρκεί η κατάκριση της αιρέσεως από Πατέρες), αλλά διότι
ξεκάθαρα ομιλεί για αποτείχιση «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Εκτός αυτού η θέση
αυτή του Σ. δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εξ αιτίας των εξής τριών ενδεικτικών παραδειγμάτων,
από τα δεκάδες που βρίσκει κανείς στην εκκλησιαστική ιστορία:
α) Ποια Σύνοδος
είχε καταδικάσει τους Επισκόπους Αντιοχείας Ευλάλιο, Ευφρόνιο,
Φλάκιτο, Στέφανο, Λεόντιο και Ευδόξιο, ώστε να δικαιολογείται η, επί έτη,
διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας από τους, πιστούς στο Δόγμα της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου, Ορθοδόξους, τους ονομαζομένους «Ευσταθιανούς»; Καμία! Και
όμως ο Μέγας Αθανάσιος, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, κοινωνούσε μαζί τους, ενώ
διατελούσε σε ακοινωνησία με τους παραπάνω Επισκόπους.
β) Ποια Σύνοδος
είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο, ώστε οι Ορθόδοξοι να μην
έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, αλλά να κοινωνούν με τον «σχισματικό»
«παράλληλο» Επίσκοπο Σασίμων Γρηγόριο τον Θεολόγο, επί δέκα έτη; Καμία! Και
όμως όταν συνήλθε τελικώς η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ο Δημόφιλος καταδικάστηκε
και οι Ορθόδοξοι επαινέθηκαν.
γ) Ποια Σύνοδος
είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, όταν οι Ορθόδοξοι διέκοψαν
την κοινωνία μαζί του, επειδή δεν δεχόταν την Παναγία μας ως Θεοτόκο; Καμία!
Και όμως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τους προτού να συνέλθει η Γ΄ Οικουμενική
Σύνοδος (η οποία τελικά καταδίκασε τον Νεστόριο), εγκωμίαζε την αποτείχιση των
Ορθοδόξων και κοινωνούσε μαζί τους.
ε2. Προσφάτως ο
σεβαστός Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πήχος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας
Πάρου, κατέθεσε ενώπιον της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Κείμενο κατά του
Πατριάρχου Βαρθολομαίου με τίτλο «Κατάγνωσις ετεροδιδασκαλιών, διατυπωθεισῶν ὑπὸ
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου», στο
οποίο αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως ο Πατριάρχης κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» την
αίρεση του Οικουμενισμού.
Η
δε αίρεση του Οικουμενισμού
είναι κατεγνωσμένη όχι μόνο από ευσεβεστάτους Πατέρες σε όλο τον κόσμο
(όπως, μεταξύ άλλων, ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο Άγιος Ιουστίνος
Πόποβιτς, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο π.
Σεραφείμ Ρόουζ), αλλά και από την Τοπική Σύνοδο των Ρώσων της Διασποράς
το 1983
επί πρωθιεραρχίας του Αγίου Φιλαρέτου.