Κριτικὴ ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης (Α´ Μέρος)
Ἡ
παροῦσα ἐργασία εἶναι ἀποτέλεσμα προσευχῆς καὶ μελέτης,ἐπὶ τῶν τελικῶν
κειμένωντῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (εἰς τὸ ἑξῆς ΑκΜΣ). Παραδίδουμε
στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς κρίσιν καὶ ἐνημέρωσιν,
τὸ α´ μέρος της, ἐνῶ συντόμωςθὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ τὸ β´ μέρος ἀποκλειστικῶς
ἀναφερόμενο στὸ ἓκτο κείμενο τῆς ἐν λόγῳ συνόδου, αὐτὸ περὶ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐκτὸς αύτῆς ἑτεροδόξους.
Ἔχοντας ὁλοκληρωθεῖ οἱ ἐργασίες τῆς λεγομένηςΑκΜΣ,ἂμεσα
ἐξεδόθησαν καὶτὰ τελικάτης κείμενα,ὁπότε καὶπαρεδόθησαν στὸ ὀρθόδοξο κριτήριο
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νὰ κριθοῦν ἐπὶ ὀρθοδοξίᾳ ἢ κακοδοξίᾳ.Ὁ ἁγιορειτικὸς
μοναχισμὸς καλεῖται νὰ τοποθετηθεῖ ἐπ᾽ αὐτῆς, μετά τῆς δεούσης προσοχῆς,
λαμβάνων ὑπ᾽ὄψιν τόσο τὴν κρισιμότητα τῆς στιγμῆς ὅσο καὶ τὴ σημασία ποὺ ἡ
σύνοδος θὰ ἔχει γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.Σὺν Θεῷ καὶ ὑπὸ τὸ ἀγλαὸν φῶς τῆς
χιλιοχρόνου ὀρθοδόξου ὁμολογιακῆςἁγιορειτικῆς παραδόσεως, μὲ τὸ παρὸν κείμενο[1] θὰπροσπαθήσουμε
νὰ ἐξετάσουμε τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ χρήζουν προσοχῆς, βάσει τῶν ὁποίων θὰ ἀξιολογηθεῖ
καὶ σύνολη ἡ σύνοδος, τὸ ἐάν δηλαδὴ εἶναι ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι ἢ ὄχι.
Ἡ διαχρονικὴ ἐμπέδωσις καὶ βίωσις τῆς ἀποστολικῆς
Παραδόσεως συνιστᾶ πρώτιστα ἐμπειρικό-χαρισματικὸ
γεγονὸς καὶ ἐνῶ διακρίνεται σὲ θεωρία καὶ πράξη, ἐν τούτοις συναπαρτίζει τὸ ὅλον
τῆς ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας τοῦ ἀενάως ἱερουργουμένου Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως δὲν νοεῖται ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ τὰ
αὐθεντικὰ ἐκμαγεῖα τοῦ Πνεύματος, οἱ θεοφόροι Πατέρες ἔθεσαν. Ἤδη κατὰ τὸ 4ο
αἰῶνα, καὶ ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἐχειμάζετο ὄχι ἁπλῶς ὑπὸ μίας ἀκόμη αἱρέσεως, διότι ἕως
τότε δεκάδες αἱρέσεων ἤδη εἶχαν ἀναφανεῖ, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ὑπὸ μίας
λαίλαπαςπελωρίων διαστάσεων, ὅπου ἔφτασε τὴν παρουσία τῶν ὀρθοδόξων νὰ
περιορίζεται κυριολεκτικὰ σὲ μία χούφτα ἀνθρώπων, “εὑρέθη ἄνθρωπος ἀπὸ Θεοῦ” ὁ ὁποῖος,“ἔστη
ἀνὰ μέσον τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ζώντων καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις”(Ἀριθμ. 16,48)·
καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθοῦς
πίστεως τῶν ὀρθοδόξων. Στὰ δογματικά του κείμενα, καθὼς καὶ στὶς πολυάριθμες ἐπιστολές
του ἐπεσήμαινε διαρκῶς τὸν ἀποστολικὸ καὶσωτηριώδη χαρακτήρατῆς Παραδόσεωςκαὶ τὴν
ἐμμονὴ σ᾽αὐτήν[2],ποὺ
ἀποτελεῖ καὶ τὴ μοναδικὴ ἐγγύησητῆς “ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν” ἁγιοπνευματικῆς
πορείας συνόλου τῆς ἐπὶ τῆς γῆς Ἐκκλησίας.
Ὄντας ἀδύνατον νὰ ἀναπτυχθεῖ ἐδῶ τὸ
μεῖζον καὶ κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα τοῦ ἀρρήκτου συνδέσμου ἁγιότητος καὶ ἁγιοπνευματικῆς
μαρτυρίας καὶ
Παραδόσεως, καθίσταται σαφὲς ὅτι θεολογικὲς θέσεις, ἀπ᾽ὅπου καὶ ἂν
προέρχονται
αὐτές, ἀκόμη καὶ ἀπὸ γενικὲς συνόδους, κρίνονται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον
ὑπὸ τὸ
φῶς τῆς διαχρονικῆς ἀποστολικοπαραδότου ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας τῶν
θεοφόρων ἁγίων
Πατέρων, τῶν μόνων αὐθεντικῶν ἐκφραστῶν, λόγῳ καὶ ἔργῳ, τῶν
ἀποστολοδέκτων
πυρίνων γλωσσῶν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὀφείλει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ ἡ βαθεῖα
ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας: Ἁγία Παράδοσις καὶ ἁγιασμὸς εἶναι στοιχεῖα
ἀλληλένδετα,
καθώς ὁ ἁγιασμὸς ἑκάστου συντελεῖται ἀποκλειστικῶς
ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Βάσει τοῦ προσυμπεφωνημένου κανονισμοῦ τῆς ΑκΜΣ στὸ
Σαμπεζύ, ἄρθο 13 παράγραφος 2,οἱ ὑπογεγραμμένες
ἀποφάσεις τῆς ΑκΜΣ ἔχουν ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΥΡΟΣ. Τί σημαίνει αὐτό; Ἁπλᾶ ὅτι εἶναιὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλες τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, ὡς θὰ συνέβαινε ἐὰν ἦταν τῷ ὄντι Οἰκουμενικὴ ἡ ΑκΜΣ. Παρότι οἱ ἴδιοι
οἱ διοργανωτὲς τῆς ΑκΜΣ, προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου (προστεθέντος,
διαρκοῦντος τῆς συνόδου,καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου) ἀρνοῦνται -πλέον- τὸν
χαρακτηρισμό “Οἰκουμενικῆς” ἐπὶ τῆς ΑκΜΣ, λόγῳ τῆς μὴ συμμετοχῆς τῆς (ψευδο)ἐκκλησίας
τῆς Ρώμης(!), παρ᾽ὅλα ταῦτα καὶ μόνη ἡ ἀναφορὰ περὶ τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῶν ἀποφάσεων
τῆς προσδίδει, καὶ συμφώνως πρὸς τὰ ὀρθοδόξως κρατοῦντα, οἰκουμενικὸν κῦρος.
Παρενθετικῶς, ἀξίζει νὰ τονισθεῖ ὅτιἐξαρχῆς
ὁχαρακτήρας τῆς ΑκΜΣ προσδιοριζόταν ὡς οἰκουμενικός. Ἡ ἴδια ἡ ἰδέα περὶ
συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποτελεῖ ἀπότοκο τοῦ καταστροφικοῦ γιὰ τὴν ὀρθόδοξο
ἑνότητα, ἀποκληθέντος “Πανορθοδόξου Συνεδρίου” τοῦ γενομένου ἐν
Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1923, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ κατεγνωσμένου ὡς
μασόνου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου τοῦ Δ´[3].
Τὸ ὅραμα τῆς οἰκουμενικῆς συνεχίστηκε μετ᾽ἐπιτάσεως καὶ ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα
ὁ ὁποῖος ἐπανειλημμένως ἀναφερόταν ρητῶς στὴν ἀνάγκη συγκλήσεως· ἐνδεικτικὰ στὴν
ἐγκύκλιο τοῦ 1951έξήγγειλε τὴν πρόθεση συγκλήσεως «Μεγάλης Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ὅταν ἡ χρονικὴ στιγμὴ θὰ ἐκρίνετο
κατάλληλος[4].Ἐδῶ νὰ
προστεθεῖ, ὅτι ἡ ὀνομασία τῆς συνόδου ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης, χρησιμοποιήθηκε μ᾽εὐθεῖα
ἀναφορὰ στὸ τρόπο ποὺ οἱ Οἰκουμενικὲς σύνοδοι κατὰ τὸ παρελθὸν ὀνόμαζαν ἑαυτές·
ἦταν οἱ ἑπόμενες ποὺ τελικὰ τοὺς ἀπέδιδαντελεσιδίκωςοἰκουμενικὸν
κῦρος[5].
Ἀξίζει πάντως νὰ σημειωθεῖ καὶ κάτι ἀκόμα.
Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ, διὰ στόματος ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν συμμετασχόντων, μετὰ τὀ
πέρας τῶν ἐργασιῶν της (δὲν τολμήθηκε πρίν), ἀπεκλήθηὡς “ἡ Β´ Βατικανὴ σύνοδος”
τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τὸ ἀντίστοιχο δηλαδὴ τῆς τελευταίας οἰκουμενικῆς συνόδου (21ης)
τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία δημιούργησε τεράστιες ἀναταράξεις στοὺς κόλπους του, ἐπιφέροντας
ἀλλαγὲς τέτοιας σημασίας[6]ὥστε νὰ
χαρακτηρισθεῖ, ἐκ τῶν ἰδίων τῶν πρωταγωνιστῶν της,ὡς τέμνουσα τὴν ἱστορία τῆς “ἐκκλησίας”
στὴν ἐποχὴ πρὶν καὶ μετὰ τὴν σύνοδο.Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐνδιαφέρον καὶ μᾶς ἀναγκάζει
νὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὴνσύνοδο τοῦ παπισμοῦ εἶναι οἱμεθοδολογικὲς ὁμοιότητεςτῆς ΑκΜΣ πρὸς αὐτήν.Ἔτσι“γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου,
εἶναι εὐρέως γνωστὸ πὼς ὁ τρόπος ἐργασίας
τῆς Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατὰ κάποιον τρόπο ὡς πρότυπο γιὰ τὶς
διαδικασίες αὐτές.”[7].
Πράγματι, ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή,
οἱ Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις,
ἡ διαρκὴς Γραμματεία γιὰ τὴν Προπαρασκευὴ
τῆς Συνόδου,καθὼς τέλος ὁ τρόπος ἑτοιμασίας καὶ ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων τῆς
ΑκΜΣ, ΟΛΑ ἀπηχοῦν τὸ τρόπο λειτουργίας τῆς Β´ Βατικανῆς[8].
Ὁ ἐξ ἀρχῆς προσδιορισμὸς τῆς ΑκΜΣ ὡς
οἰκουμενικῆς (κυριολεκτικὰ μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ πρὸ τῆς συγκλήσεώς της),
σὲ συνάρτηση πρὸς τὸὑποχρεωτικὸν διὰ πάντας τῶν ἀποφάσεών της,τὴν κατατάσσει ἑπομένως
στὶς συνόδους μὲ ἀπαίτηση οἰκουμενικοῦ κύρους.
Ἐφ᾽ὅσον λοιπὸν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ἂς στραφοῦμε στὸν
μέγα ἁγιορείτη καὶ κανονολόγο τῆς Ἐκκλησίας,ὅσιο Νικόδημο,γιὰ νὰ δοῦμε τί λέει
σχετικὰ περὶ τῶν ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ἀναγνώρισης μιᾶς συνόδου ὡς οἰκουμενικῆς:
α) ἡ σύνοδος ὀφείλει νὰ συγκαλεῖται ὄχι ἀπὸ κάποιον
πατριάρχη ἀλλὰ “διὰ προσταγῶν Βασιλικῶν”,κάτι
τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι ἀνέφικτο καὶ ἑπομένως ἀνενεργὸ δίχως περαιτέρω θεολογικὲς
ἐπιπλοκές,
β) πρέπει νὰ γίνεται “ζήτησις περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος
δογματικός”,
γ) ὀφείλουν, “νὰ
ᾖναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ᾽αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ κανόνες, ὀρθόδοξα εὐσεβῆ καὶ
σύμφωνα ταῖς Θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς συνόδοις.”
καὶ προσθέτει ὁ ὅσιος Νικόδημος τό “πολυθρύλλητον”,
ὅπως λέει, ἀξίωμα τοῦ ἁγ. Μαξίμου, ὅτι: “ Τὰς
γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ ”, καὶ πάλιν, “ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης
κρίνει τὰς συνόδους.”,
δ) τέλος ὀφείλουν, “νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων
διορισθέντα, καὶ κανονισθέντα ἅπαντες οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων
τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν.”[9].
Τὰ ἀνωτέρω ὀφείλουννὰ ἀποτελέσουν τὸν ὁδηγὸστὴν τελικὴ ἀξιολόγηση
τόσο περὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ-πανορθοδόξου χαρακτήρα τῆς ΑκΜΣ, ὅσο καὶ περὶτοῦκατὰ
πόσονἀποτελεῖ ὂντως συνέχεια τῶν πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴν
πίστιν.
Κατ᾽ἀρχὰς γεννᾶται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν
καὶ κατὰ πόσον πληροῦται ὁ ὅρος ἀπαίτησις τοῦ κανονισμοῦ γιὰ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΥΡΟΣ
τῆς συνόδου. Ἡ μόνη δυνατὴ ἀπάντηση εἶναι ΟΧΙ, καὶ ἐξηγούμαστε:
Ἀπουσίαζαν ὡς γνωστὸν τέσσερεις τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἀπὸ
αὐτὸ καὶ μόνον αἵρεται ὁ πανορθόδοξος-οἰκουμενικὸς χαρακτήρας της[10]·
ἐδῶ νὰ παρατηρήσουμε ὅτι διὰ χειλέων ἐπισκοπικῶν, ἐλέχθη ὅτι τοῦτο δὲν συνιστᾶ
πρόβλημα καθότι καὶ στὴ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπουσίαζε ἡ Ἐκκλησία Ἀντιοχείας, ὅμως
ἡ Σύνοδος παρ᾽ ὅλα ταῦτα, λειτούργησε ὡς Οἰκουμενική! Ὅπως πάντα οἱ οἰκουμενιστὲς
διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια λέγοντας τὰ πράγματα μισά: ἡ Ἐκκλησία Ἀντιοχείας καὶ ὁ
Πατριάρχης της Ἰωάννης, ἔχοντες παρεξηγήσει τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
ἀντιδρῶντας καὶ στὴ καθαίρεση τοῦ Νεστορίου, ἐδημιούργησαν ἀντισύνοδο μαζὺ μὲ ἄλλους,
ὄντως νεστοριανούς, ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἀποκήρυξαν τὴ Σύνοδο τῶν ἁγίων Πατέρων
τῆςἘφέσου, κατεδίκασαν τὶς ἀποφάσεις της καὶ καθαίρεσαν τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν
ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνωνα! Ἀντιστοίχως ἡ ἁγία Σύνοδος ἔθεσε σὲ ἀργία τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας
καὶ κήρυξε ὡς ψευδοσύνοδο τὴν σύναξή τους. Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα περίπου χρόνο ἐλύθησαν
οἱ παρεξηγήσεις καὶ ἡ Ἀντιόχεια ἀποδέχθηκε τὴν Σύνοδο τῆς Ἐφέσου ὡς ὅντως Ἁγία
καὶ Οἰκουμενική. Οὐδεμία λοιπὸν σχέσις μὲ τὰ λεχθέντα ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν!