========================================
Η
ΑΣΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΑΣΙΑΣ
ΩΣ
ΥΨΙΣΤΟ ΔΟΓΜΑ
ΤΗΣ
ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Δρος Κωνσταντίνου Σιαμάκη, φιλολόγου
Στὰ χρόνια μας μπροστὰ στὴ θρησκεία
τοῦ Βατικανοῦ δοκιμάσαμε ἐκπλήξεις πολὺ σοκαριστικὲς ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀποκαλυπτικὲς
γιὰ τὴ διάγνωσι τοῦ ὑψίστου καὶ διαχρονικοῦ δόγματος τοῦ θρησκεύματος αὐτοῦ.
1. Ὁ Πολωνὸς ἠθοποιὸς τοῦ θεάτρου Κάρολος Βοϊτύλα κι ἔπειτα
πάπας Ῥώμης Ἰωάννης Παῦλος ξαμόλησε «ἀλαθήτως ἀπὸ τὴν ἕδρα του (ex cathedra)» ὅτι ἡ ἔκτρωσι στοὺς παπικοὺς ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς ὡς
βαρύτατο ἁμάρτημα, ἀλλὰ στὶς μοναχὲς ἐπιτρέπεται ὡς μὴ ἁμάρτημα καὶ μάλιστα ὡς
συνέχισι τῆς αὐτοθυσίας των∙ «διότι, λέει, πῶς ἀλλιῶς θὰ μπορέσουν νὰ
συνεχίσουν ἀπερίσπαστες τὸ ἱεραποστολικό
τους ἔργο;».
2. Ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς τῆς δογματικῆς Ἰωσὴφ Ῥάτσινγκερ κι
ἔπειτα πάπας Ῥώμης Βενέδικτος στὴν Κωνσταντινούπολι ἀπήγγειλε τὸ Πιστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἴδια στιγμή, μία
στὰ λατινικὰ μὲ τὸ Filioque καὶ μία στὰ ἑλληνικὰ χωρὶς τὸ Filioque, ἐννοώντας∙ «Κολοκύθια Filioque καὶ μὴ Filioque∙ μὲ
τὰ δόγματα θ᾽ ἀσχολούμαστε τώρα; κι αὐτὰ θὰ μᾶς χωρίζουν; ἕνα εἶναι τὸ σπουδαῖο∙ νὰ εἶστε ὑπήκοοί μου (καὶ
φορολογούμενοί μου)». καὶ γιὰ τοὺς Γερμανοὺς προτεστάντες συμπατριῶτες του ἔγραψε
ὡς ἀλάθητος πάπας Ῥώμης τὸ βγαλμένο ἀπὸ
τὴν ἕδρα του (ex cathedra) ἐξ ὁλοκλήρου προτεσταντικὸ βιβλίο του «Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ
Ναζαρέτ» (Jesus von Nazareth), ἐννοώντας∙ «Τί καθολικὴ καὶ τί προτεσταντικὴ ἀντίληψι
περὶ Χριστοῦ; μ᾽ αὐτὸν θ᾽ ἀσχολούμαστε τώρα; γι᾽ αὐτὸν θὰ διαιρούμαστε; ἕνα εἶναι τὸ σπουδαῖο∙ νὰ εἶστε ὑπήκοί μου
(καὶ φορολογούμενοί μου)».
3. Ὁ Ἰταλὸς καρδινάλιος Ταρσίζιος Μπερτόνε, ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν
τοῦ Βατικανοῦ καὶ πιθανώτερος ἑπόμενος πάπας Ῥώμης, ἀπαντώντας κατὰ τὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου
(8 - 4 - 2010) στὴν παγκόσμια ἀγανάκτησι καὶ κατακραυγὴ γιὰ τὶς παιδεραστικὲς
σοδομιτικὲς δραστηριότητες πλήθους παπικῶν ἐπισκόπων καὶ λοιπῶν κληρικῶν σὲ
χιλιάδες ἀνηλίκων ἀγοριῶν, διακήρυξε ἀδιάντροπα∙ «Ἡ παιδεραστία δὲν εἶναι ἁμάρτημα,
διότι εἶναι ἁπλῶς μιὰ παραλλαγὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας»!
Ἕνα ἢ δύο σημεῖα δὲν ὁρίζουν ἕνα ἐπίπεδο∙ τρία σημεῖα ὅμως
ὁρίζουν. χωρὶς αὐτὴ τὴν τρίτη δήλωσι τοῦ
Μπερτόνε δὲν θὰ ἑρμηνεύαμε σ᾽ ὅλο τὸ βάθος τους τὶς δυὸ προηγούμενες∙ μ᾽
αὐτὴ τὴν τρίτη ὅμως ἑρμηνεύουμε καὶ τὶς
τρεῖς∙ ὅτι ὕψιστο καὶ διαχρονικὸ δόγμα τῆς θρησκείας τοῦ Βατικανοῦ εἶναι∙ «Οἱ ἄγαμοι κληρικοὶ ‒ καὶ οἱ παπικοὶ εἶναι ὅλοι ἄγαμοι ‒ ἔχουν ἀπὸ τὸν ἀλάθητο
πάπα Ῥώμης ἀσυλία σεξουαλικῆς ἀκολασίας καὶ διαστροφῆς, διότι ἐργάζονται γιὰ τὴ δόξα τῆς ἐκκλησίας»∙ τῆς αὐτοκρατορίας του
δηλαδή. αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ δογματικὴ ὁμολογία εἶναι κι ἕνα στρατολογικὸ σάλπισμα πρὸς
τοὺς ἡγέτες τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν∙ ὅτι «Ἐλᾶτε σ᾽ ἐμᾶς∙ θὰ ἔχετε ἀσυλία ἀκολασίας».
αὐτὸ τὸ σάλπισμα ξεσήκωσε πολλὰ φιλοπαπικὰ βαρβᾶτα ἄλογα τοῦ πολέμου καὶ πολλὲς φοράδες. οἱ ἐπιφανεῖς παπικοὶ ἔνοχοι τὴν ἐναντίον τους
παγκόσμια κατακραυγὴ τὴ χρησιμοποιοῦν ὡς στρατολογικὸ σάλπισμα γιὰ τὴ
στρατολόγησι ὅλων ὅσοι ποθοῦν διακαῶς ἀσυλία ἀκολασίας, τὴν ὁποία δὲν βρίσκουν
στὴν «ξεροκέφαλη» ὀρθοδοξία, ποὺ ἐπιμένει στὴ χριστιανικὴ ἁγνότητα καὶ
σωφροσύνη, τὴν ὁποία διδάσκουν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοί του. ἐννοοῦν δὲ κι αὐτοὶ
βέβαια νὰ πάρουν μαζί τους καὶ τὰ ποίμνιά τους ὡς φορολογουμένους τοῦ χαλίφη τῆς
Ῥώμης, γιὰ νἄχουν κι οἱ ἴδιοι τὰ ποσοστά τους. διότι ὅλοι γιὰ τοὺς
φορολογουμένους ἀγωνίζονται βέβαια. χωρὶς αὐτοὺς ἡ ἀσυλία τῆς ἀκολασίας δὲν θὰ
τοὺς εἶναι καὶ πολὺ χρήσιμη. κάποιοι πρέπει νὰ τὴν πληρώνουν αὐτὴ τὴν ἀσυλία, ὅταν θὰ τὴν
προστιμάρουν ἄγρια τὰ κοσμικὰ δικαστήρια.
Ἐπιβεβαίωσι τοῦ ἐν λόγῳ παπικοῦ ὑψίστου δόγματος ἀπὸ τὴν
πίσω πόρτα ἔχουμε ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο τῆς
Τερέζας, ἤ, ὅπως τὴ λένε, «μητέρας Τερέζας», τῆς πιὸ προβεβλημένης
καλόγριας τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πάπα Ῥώμης βραβεύτηκε καὶ μὲ
βραβεῖο Νόμπελ κι ἁγιοποιήθηκε κιόλας∙ γιὰ νὰ ξεσηκωθοῦν κι ὅλα τὰ θηλυκὰ τῆς Γῆς
νὰ ὑπηρετήσουν ὡς παλλακίδες τοὺς ἀγάμους λεγεωναρίους τοῦ πάπα Ῥώμης στὸ ἱεραποστολικό
τους ἔργο∙ ἄλλο στρατολογικὸ σάλπισμα κι αὐτό. στὸ Ἡμερολόγιό της λοιπὸν ἡ
«μαντὰμ Βρομοτερέζα» ὁμολογεῖ κατ᾽ ἐπανάληψιν ὅτι ἦταν ἄθεη, δὲν πίστευε
τίποτε, κι ὅτι χρημάτισε διαδοχικὴ παλλακίδα διαφόρων ἐπιφανῶν τοῦ Βατικανοῦ.
θέλει νὰ πῇ πικάντικα ὅτι τοὺς εἶδε ξεβράκωτους. δὲν ἐγκατέλειψε ὅμως ποτὲ τὴν ἱεραποστολή
της. διότι αὐτὸ στὴ θεολογικὴ γλῶσσα τῆς νικολαϊτικῆς θρησκείας τοῦ Βατικανοῦ λέγεται
«ἱεραποστολή».
Δὲν νομίζω ὅτι ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι μιὰ
παπικὴ ἐκτροπὴ τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ἀποστασίας καὶ τοῦ ἀποχριστιανισμοῦ. ἡ
ἐκτροπὴ ξεκινάει στοὺς παπικοὺς ἀπὸ τὸ
Β΄αἰῶνα, τότε ποὺ ἤκμαζε ὁ νικολαϊτισμός, καὶ ἀνατολικῶς τοῦ Ἀδριατικοῦ
πελάγους πατασσόταν. ἡ παπικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τότε, καὶ χωρὶς καμμιὰ διακοπὴ σὲ
καμμιὰ ἐνδιάμεση ἐποχή, φτάνει στὰ χρόνια μας ἀτσαλάκωτη. ἡ ἀσυλία τῆς ἀκολασίας εἶναι στὴ θρησκεία τοῦ Βατικανοῦ traditio catholica καὶ aeterna. καὶ γι᾽ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ
ἀλήθεια θὰ δώσω μερικὲς ἱστορικὲς μαρτυρίες∙ μαρτυρίες γεγονότων καὶ ὁμολογιῶν ἐπισήμων
καὶ κοινῶς παραδεδεγμένων στοὺς παπικούς. θὰ σᾶς δείξω τὰ γενεσιουργὰ αἴτια τῆς
σημερινῆς ποιότητος τῆς θρησκείας τοῦ Βατικανοῦ. διότι σὲ αὐτοτελῆ θρησκεία
κατάντησε ἡ ἀρχικὴ αἵρεσι τῶν παπικῶν. ὡς σχίσμα δὲ ἁπλῶς φαινόταν μόνο μέχρι τὸ
306. καὶ αἵρεσι ἦταν μόνο μέχρι τὸ 400 περίπου. ἀπὸ κεῖ κι ἐδῶθε εἶναι
θρησκεία∙ τόσο ἀπόμακρη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστι ὅσο καὶ τὸ ἰσλὰμ ποὺ εἶναι μετεξέλιξι τοῦ ἀρειανισμοῦ. ἡ
ἀγάπη τῆς ἐκκλησίας ποὺ ἦταν ἀκόμη μόνο
στὸ δακτύλιο τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, ἡ ἀγάπη
ἥτις πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑπομένει, μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλοῖ, οὐ παροξύνεται, οὐκ ἀσχημονεῖ
(Α΄Κο 13,4-7), αὐτὴ ἡ ἀγάπη τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας τοὺς ἔκανε νὰ μὴ
φαίνωνται τί ἀκριβῶς εἶναι, καὶ δὲν θέλησε νὰ τοὺς ἀναθεματίσῃ ἀπὸ τὸ 306 ποὺ ἔπρεπε.
Τὸ 155 ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης Ἀνίκητος (ἡ
λατινικὴ μορφὴ τοῦ ὀνόματος Invictus
ἔμεινε στὴ λαϊκὴ μνήμη ὡς ὄνομα ἀντιχρίστου
ποὺ συμπληρώνει τὸν ἀριθμὸ 666) ἀπείλησε ὅτι θ᾽ἀφορίσῃ τὶς ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας,
ἐπειδὴ ἑώρταζαν τὸ πάσχα μὲ διαφορετικὸ
τρόπο∙ δηλαδὴ γιὰ ψύλλου πήδημα καὶ γιὰ κάτι τὸ μὴ βιβλικό. ὅταν ἀπειλῇ ἐκκλησίες,
τῶν ὁποίων δὲν εἶναι ἐπίσκοπος, τόσο μακρινὲς μάλιστα, θέλει νὰ δείξῃ ὅτι εἶναι
ὑπερεπίσκοπος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ἐκκλησίας. ἦταν ἕνας πειραματικὸς καὶ
προπαγανδιστικὸς λεονταρισμὸς τοῦ Ῥώμης, τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρωτευούσης ντὲ τῆς
αὐτοκρατορίας, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἡ αὐτοκρατορία ἦταν εἰδωλολατρικὴ καὶ δίωκε καὶ
κατέσφαζε τότε τὴν ἐκκλησία. εἶχε συνείδησι καὶ ἦθος Χριστιανοῦ ὁ δεινόσαυρος ἐκεῖνος;
τὸ δὲ ὅτι τὸ ζήτημα ἦταν ψύλλου πήδημα δείχνει ὅτι ἦταν καὶ παράφρων, ἕνα εἶδος
Δομιτιανοῦ ἢ Καντάφι ἢ Ἀμὶν Νταντά, γιὰ ν᾽ ἀπειλῇ γι᾽ αὐτὸ ἀφορισμὸ τῆς μισῆς
Χριστιανωσύνης. πῆγε τότε στὴ Ῥώμη ὁ ὑπέργηρος
Πολύκαρπος Σμύρνης, ἕνα μόνο χρόνο πρὶν μαρτυρήσῃ, καὶ τὸν ἔπεισε νὰ μὴν ξεσχίσῃ
τὴν ἐκκλησία (Εὐσέβιος, Ἐκ. ἱστ. 5,24,14-17). ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως καὶ κάθε
διάδοχος ἐπίσκοπος Ῥώμης, στὴν κίνησι τοῦ Πολυκάρπου δὲν εἶδε οὔτε ἀγάπη οὔτε τὸν
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου φόβο τοῦ σχισθῆναι τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὴ θεώρησε ἀδυναμία. πίστεψε ὅτι τὸν φοβοῦνται
καὶ ὑποκύπτουν στὸ καπρίτσι του, ὅπως κάνουν ὅλα τ᾽ ἀνάγωγα καὶ κακοήθη παιδιά.
Γύρω στὸ 170 ὁ λεονταρισμὸς τοῦ Ῥώμης
ἐπαναλήφθηκε μὲ καρμπὸν καὶ γιὰ τὸ ἴδιο
θέμα τοῦ πάσχα ἀπὸ τὸν Βίκτωρα. καὶ αὐτουνοῦ
τὸ ὄνομα ἔμεινε στὴ λαϊκὴ μνήμη τόσο στὴ λατινική του μορφὴ Victor
ὅσο καὶ στὴν ἑλληνική του Νικητὴς ὡς ὄνομα τοῦ ἀντιχρίστου ποὺ συμπληρώνει τὸν ἀριθμὸ 666 (Ἀρέθας, Ἑρμ. εἰς Ἀποκ. 13,18 PG
106, 681b ὁ Νικητής∙ Λατεῖνος).
καί, νομίζω, ὄχι ἄδικα καὶ σφαλερά∙ διότι ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν (Α’ Ἰω
2,18). ἂν τέτοια ὑποκείμενα δὲν εἶναι ἀντίχριστοι, τότε ποιοί εἶναι; ὁ τότε
προεδρεύων ὅμως λόγῳ ἡλικίας μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Μ. Ἀσίας Πολυκράτης Ἐφέσου,
προφανῶς ἐπειδὴ ἦταν πλέον ὀλίσθημα καθ᾽ ὑποτροπήν, τοῦ ἀπάντησε πολὺ αὐστηρά,
σὰ νὰ τοῦ εἶπε ὅτι, «ἀφοῦ ἐπιμένει, νὰ πάῃ νὰ πνιγῇ». κι ὁ Βίκτωρ μουλάρωσε κι ἀφώρισε
ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας, μόνο γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἶχε τέτοια δικαιοδοσία.
ἀλλ᾽ ὁ Πολυκράτης ἀδιαφόρησε. φοβήθηκε ὅμως ὁ Μικρασιάτης ἐπίσκοπος τῆς Λυὼν
(Λουγδούνου) τῆς Γαλλίας Εἰρηναῖος,
προφανῶς ἐπειδὴ βρισκόταν στὴ λατινόγλωσση Δύσι, καὶ πῆγε καὶ κάλμαρε τὸν Ῥώμης Βίκτωρα (Εὐσέβιος, Ἐκ. Ἱστ. 5,24,1-13). κι ὁ
Βίκτωρ ποὺ βρισκόταν σὲ ἀμηχανία ἀπὸ τὴν ἀταραξία τοῦ Πολυκράτους, ἀλλὰ κέρδησε
τοὐλάχιστο τὸ φόβο τοῦ Εἰρηναίου, «ἔδωσε
τόπο στὴν ὀργή του» καὶ ἀνακάλεσε τὸν ἀφορισμό, «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος».
Μέχρι ἐδῶ ἡ ἐγωπάθεια ἔπαρσι καὶ ὑπεροψία
τῶν ἐπισκόπων Ῥώμης τοὺς δείχνει μόνον ὡς σχισματικούς. καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἐκκλησία
νὰ τοὺς ἀφορίσῃ. ὅμως ἡ ἀγάπη πάντα
στέγει ἐλπίζει καὶ μακροθυμεῖ. κι αὐτὴ
τὴ μακροθυμία εἶναι ποὺ οἱ ἀθεόφοβοι
δυτικοὶ παρερμήνευαν ὡς ἀδυναμία τῶν Χριστιανῶν καὶ δύναμι δική τους. γι᾽ αὐτὸ
κι ὁ θεὸς τοὺς σιχάθηκε καὶ ἀκριβῶς παρέδωκεν
αὐτοὺς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν, τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν
ἐν αὐτοῖς. … καὶ οἱ ἄρσενες, ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν
ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες
ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν
ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες (Ῥω 1,26-27). στοὺς Ῥωμαίους τὰ ἔγραψε αὐτὰ ὁ Παῦλος,
σὰν ἕνα μάθημα ποὺ θὰ τοὺς ἦταν ἐν καιρῷ χρήσιμο. ἀλλ᾽ αὐτοὶ οὐκ ἠβουλήθησαν συνιέναι. καὶ κανεὶς δὲν
μπορεῖ ν᾽ ἀγνοήσῃ τὴ Βίβλο ἀκίνδυνα. τοὺς ἐγκατέλειψε λοιπὸν ὁ θεὸς στὰ πάθη
τους, καὶ τὴν τρίτη φορὰ τοὺς ἄφησε νὰ ἐκτραποῦν σὲ τέτοια νικολαϊτικὴ αἵρεσι σὰ
«σκύλοι ποὺ τρῶν τὸ εἰδωλολατρικὸ ξερατό τους» (Β’ Πε 2,22), ὅπως διδάσκει κι ὁ
ἀπόστολος Πέτρος, τὸν ὁποῖο θέλουν καὶ πρῶτο πάπα Ῥώμης.
Τὸ 306 λοιπόν, τὴν ὥρα ποὺ ὅλη ἡ
Χριστιανωσύνη σφάδαζε χύνοντας τὸ αἷμα της στοὺς συστηματικὰ ἐξοντωτικοὺς
διωγμοὺς τῶν Διοκλητιανοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ Γαλερίου, οἱ ἐπίσκοποι Ῥώμης διάλεξαν
τὸν καιρὸ στὴ σύνοδο τῆς Ἐλβίρας νὰ κάνουν τὸ καπρίτσι τους ἐπιβάλλοντας τὴν ὑποχρεωτικὴ
ἀγαμία σ᾽ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους πρεσβυτέρους καὶ διακόνους τῆς λατινογλώσσου
Δύσεως, χωρίζοντας ἀκόμη καὶ τοὺς παντρεμένους ἀπὸ τὶς γυναῖκες των καὶ
πετώντας στοὺς δρόμους καὶ στὴν ἀλητεία τὰ παιδιά τους. (ἡ Ἐλβίρα εἶναι πόλι τῆς
Προβηγκίας, περιοχῆς τῆς Μασσαλίας, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴ Ῥώμη).
Ἐλβίρας κανών 33∙ Placuit in totum prohibere episcopis presbyteris et diaconibus, vel
omnibus clericis positis in ministerio, abstinere se a coniugibus suis et non
genere filios: quicumque vero fecerit, ab honore clericatus exterminetur.
Μεταφράζω: Ἔδοξεν ὅλως ἀπαγορεύειν ἐπισκόποις πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις, τουτέστι πᾶσι τοῖς κληρικοῖς τοῖς ἀφιερωμένοις τῇ διακονίᾳ, ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν συζύγων αὑτῶν καὶ μὴ γεννᾶν υἱούς. εἰ δέ τις ποιήσει τοῦτο, τοῦτον ἀποβάλλεσθαι τοῦ τῆς ἱερωσύνης ἀξιώματος.
Τὰ ἴδια ἐπανέλαβαν καὶ πολλὲς ἄλλες μεταγενέστερες σύνοδοι κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ ἡ σύνοδος τῆς Ἀρελάτης τοῦ 314 (κανὼν 6), καὶ ἡ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 355 καὶ 419 σύνοδος τῆς Καρθαγένης (κανόνες 4∙ 25∙ 33). ἡ ἐπανάληψι γινόταν, ἐπειδὴ δυσκολεύτηκαν 120 χρόνια νὰ τοὺς χωρίσουν ὅλους ἀπὸ τὶς γυναῖκες των ἢ νὰ τοὺς πείσουν νὰ μείνουν ἄγαμοι. ὁ ἔγγαμος λ.χ. ἐπίσκοπος Ἱλάριος Πικταβίου (Πουατιὲ) τῆς Γαλλίας (315-368), ὁ καλὸς φίλος τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τὸν φιλοξενοῦσε πάντα ὡς ἐξόριστο καὶ φυγάδα, δὲν χώρισε τὴ γυναῖκα του ποτὲ μέχρι τὸ θάνατό του σὲ βαθὺ γῆρας, καὶ δὲν λογάριαζε τὸν ἐπίσκοπο Ῥώμης καὶ τὸ ὀλέθριο νικολαϊτικὸ αὐτὸ δόγμα του. γι᾽ αὐτὸ προφανῶς κι ὁ Ἀθανάσιος σ᾽ αὐτὸν διάλεξε νὰ φιλοξενῆται. (τὰ
συγγράμματα τοῦ Ἱλαρίου στὴν PL 9-10).
Ἀπὸ τὸ 306 καὶ πέρα ὅμως ὁ κάθε ἐπίσκοπος Ῥώμης εἶναι πλέον αἱρεσιάρχης, μιᾶς πολὺ βρόμικης νικολαϊτικῆς αἱρέσεως μάλιστα, καὶ ὅσοι πειθαρχοῦν σ᾽ἐκεῖνον ὅπως οἱ δαίμονες στὸ διάβολο, εἶναι αἱρετικοί. κι ἀπὸ τότε ἔχουν ἐπάνω τους τὴν κατάρα τοῦ θεοῦ, τῆς ὁποίας ἀποτέλεσμα εἶναι σήμερα τὰ διεστραμμένα σοδομιτικὰ καὶ παιδεραστικὰ χάλια αὐτῶν τῶν κιναίδων καὶ ἀρσενοκοιτῶν καὶ σκύλων (κυνῶν) (Λε 20,13∙ Δε 23,19∙ Α΄Κο 6,9∙ Α’Τι 1,10∙ Ἀπ 22,15), οἱ ὁποῖοι ἐπορεύθησαν ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας (ἀλλιότικης) ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα (Γε 19,4-11∙ Ἰδ,7), ὅπως λέει γιὰ τοὺς τέτοιους κι ὁ ἀπόστολος Ἰούδας. σ᾽ αὐτὰ τὰ
χάλια τους κυλίονται ἀνελλιπῶς ἀπὸ τὸ 306 τὸ βραδύτερο μέχρι σήμερα καὶ τὰ προβάλλουν κι ὡς ἄποψί τους, ὅπως ὁ καρδινάλιος Ταρσίζιος Μπερτόνε, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι, ἀφοῦ ἡ παιδεραστία εἶναι ἁπλῶς παραλλαγὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, δὲν εἶναι παράπτωμα! δηλαδὴ τὸ ἔκαναν καὶ ὁμολογία τους καὶ δόγμα τους τὸ διεστραμμένο βίτσιο τους καὶ καύχημά τους.
Προφήτευσε δὲ γι᾽ αὐτοὺς στὸ μαθητή του Τιμόθεο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντάς του∙ Τὸ πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν. μεταφράζω∙ «Τὸ πνεῦμα λέει ῥητῶς ὅτι σὲ καιροὺς ὑστέρους θ᾽ ἀποστατήσουν κάποιοι ἀπὸ τὴν πίστι καὶ θὰ προσηλωθοῦν σὲ πνεύματα πλάνα καὶ διδασκαλίες δαιμονίων∙ θὰ εἶναι ὑποκριταὶ καὶ ψεῦτες, πωρωμένοι στὴ συνείδησί τους, θ᾽ ἀπαγορεύουν τὸ
γαμεῖν» (Α’Τι 4,1-3). φρικτὴ κατάρα τοῦ θεοῦ ποὺ τοὺς μαστίζει, ὥστε νὰ εἶναι πιὰ γνωστοὶ σὲ ὅλες τὶς ἠπείρους ὅτι εἶναι χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι στὴν ἀκολασία τους εἶναι πιὸ μετρημένοι. σήμερα τὸ
Βατικανὸ εἶναι ἡ μεγαλείτερη καὶ βρομερώτερη κιναιδικὴ ‐ σοδομιτικὴ μαφία τῆς ὑδρογείου. κι ἀπὸ προπέρυσι ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἔχουν μετεξελιχθῆ πρὸ πολλοῦ σὲ
θρησκεία νικολαϊτικοῦ καὶ ὀργιαστικοῦ χαρακτῆρος.
Ἡ πορνόβιος ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τῶν παπικῶν δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν παρθενικὴ ἐθελούσια ἀγαμία τοῦ Χριστοῦ ἢ τοῦ Παύλου. ἡ παπικὴ ἀγαμία εἶναι, θὰ ἔλεγα, συνέχεια τῆς ἀγαμίας τῶν ἑστιάδων τῆς εἰδωλολατρικῆς Ῥώμης, οἱ ὁποῖες ἦταν ἱερόδουλοι, δηλαδὴ πόρνες. ἀπὸ τὸν
εἰδωλολατρικὸ ἐκεῖνο θεσμὸ ἔφτασε μέχρι τὰ χρόνια μας νὰ λέγωνται οἱ πόρνες ἱερόδουλοι καὶ ἱέρειαι. ἡ ἀγαμία τῶν παπικῶν κληρικῶν θεσμικῶς εἶναι καὶ σὰν τὴν
πορνόβιο ἐπίσης ἀγαμία τῶν ὑποχρεωτικῶς ἀγάμων γενιτσάρων τοῦ
Τούρκου σουλτάνου καὶ τῶν λεγεωναρίων τῆς γαλλικῆς «λεγεῶνος τῶν ξένων».
ὁ πάπας Ῥώμης τοὺς κληρικούς του λεγεωναρίους
- γενιτσάρους τοὺς θέλει ὄχι
ἁγνοὺς καὶ παρθένους, ἀλλ᾽ ἀπαλλαγμένους ἀπὸ οἰκογενειακὰ βάρη. τῶν
δὲ καλογραιῶν
ἡ ἀγαμία εἶναι ἱεροδουλική∙ γιὰ τὶς εὐνόητες ἀνάγκες τῶν
λεγεωναρίων τοῦ πάπα. κι ἐνῷ ὁ πάπας Ῥώμης ἀπαγορεύει τὸ διαζύγιο τῶν λαϊκῶν ἀκόμη κι ἐκεῖ ποὺ τὸ
ἐπιτρέπει ὁ Χριστός, στοὺς λεγεωναρίους του ἐπιτρέπει ν᾿ ἀλλάζουν τὶς καλόγριες ‐ παλλακίδες των
ὅσες φορὲς θέλουν. ἀνεκχριστιάνιστα κτήνη∙ καὶ χειρότεροι, διότι τὰ κτήνη ἀφύσικα πράγματα δὲν κάνουν. παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ οἱ λεγεωνάριοι ἱκανοποιοῦν τὶς
σχετικὲς ἀνάγκες των καὶ μὲ τυχάρπαστα ἀνήλικα ἀγόρια ποὺ ἀποπλανοῦν ἢ βιάζουν. πρὶν ἀπὸ 20 χρόνια οἱ παπικοὶ ἐξομολόγοι στὴν Αὐστραλία κατέστρεφαν σεξουαλικῶς τ᾽ ἀνήλικα ἀγόρια, ποὺ ἐξωμολογοῦσαν, τόσο συχνά, ὥστε οἱ παπικὲς ἀρχές, γιὰ νὰ μειώσουν κάπως τὰ
κολομπαριάτικα ποὺ πλήρωναν καταδικαζόμενοι στὰ «κοσμικὰ» δικαστήρια, ἀναγκάστηκαν νὰ κλειδώνουν τὸ
κουβούκλιο τῶν ἐξομολόγων, γιὰ νὰ μὴν ἐπιτίθενται ἐκεῖνοι στ᾽ ἀνήλικα ἀγόρια. κι αὐτὸ τὸ κλείδωμα βέβαια εἶναι μιὰ ἐπίσημη ὁμολογία τῆς ποιότητός των. καὶ φυσικὰ τ᾿ ἀγόρια ἔτσι γλύτωναν τὸ βιασμὸ μόνο κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. τελείως ἀδιάντροποι ἀνώμαλοι. οὐδέποτε παπικὸς κληρικὸς δικάστηκε ἐκκλησιαστικῶς ἢ τιμωρήθηκε γιὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα εἴτε πορνικὰ εἴτε ἀνώμαλα. ἡ ἀσυλία τους αὐτὴ εἶναι ἐξασφαλισμένη ἀπὸ τὸ 306 τὸ βραδύτερο.
Μόνο 19 χρόνια μετὰ τὴν ἀπαγόρευσι τοῦ γάμου στοὺς κληρικούς, τὸ 325 στὴν Α’ οἰκουμενικὴ σύνοδο, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ἐπισκόπου Ῥώμης Ὅσιος Κορδούης (=Κόρδοβας), ἕνας ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέγραψε καὶ ἀρειανικὴ ὁμολογία, ὥστε ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης προσεταιριζόμενος τοὺς ἀρειανοὺς νὰ κατάσχῃ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μισὸ λαὸ τῆς Ἀνατολῆς, ἔπεισε τοὺς 318 πατέρες τῆς συνόδου ν᾿ ἀπαγορεύσουν τὸ γάμο στοὺς κληρικούς. ὁ Ἱσπανὸς αὐτὸς πράκτορας τοῦ Ῥώμης, ποὺ ἄλλοτε ὡμολογοῦσε ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος κι ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἀρειανός, σὰν τὸν Ῥάτσινγκερ ποὺ λέει τὸ Πιστεύω σὲ δυὸ παραλλαγές, μοναδικὸ σκοπὸ στὴ ζωή του εἶχε νὰ περιέρχεται τὶς ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καὶ νὰ προπαγανδίζῃ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀφεντικοῦ του, τοῦ Ῥώμης, καὶ κυρίως τὴν ἐπιβολὴ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐπαγγελματικῆς ἀγαμίας τῶν λεγεωναρίων. τοὺς πατέρες τῆς συνόδου, ποὺ ἐνθουσιάστηκαν γι᾿ αὐτό – καὶ ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ μὴν ἐνθουσιαστῇ καὶ νὰ δείξη ἔτσι στοὺς ἄλλους ὅτι «εἶναι σαρκικός»;
– καὶ ἤθελαν νὰ τὸ θεσπίσουν ἀμέσως παμψηφεί, τοὺς ἐπέπληξε ὁ γηραιὸς ὁμολογητὴς τοῦ καιροῦ τῶν διωγμῶν καὶ παρθένος ἄγαμος καὶ ἅγιος καὶ σεβάσμιος ἐπίσκοπος τῆς Ἄνω Θηβαΐδος Παφνούτιος. τοὺς ὑπενθύμισε τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τοῦ Παύλου, ὅτι τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος (Ἑβ 13,4). καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἂν κάνουν κάτι τέτοιο, αὐτὸ θὰ παραβλάψῃ τὴν
ἐκκλησίαν, καὶ θὰ δρομολογήσουν πολὺ μεγάλα
κακὰ στὴ Χριστιανωσύνη, ὅτι γιὰ τοὺς ἐγγάμους σωφροσύνη εἶναι νὰ γίνωνται τὰ τοῦ γάμου, κι ὅτι μόνο μὲ τὴ
χρῆσι τῶν τοῦ γάμου μπορεῖ νὰ φυλαχθῇ καὶ ἡ σωφροσύνη τῶν
γυναικῶν τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ χωρισμὸ θὰ κινδυνεύσουν πολὺ νὰ χάσουν τὴ σωτηρία τους. τὰ ἱστοροῦν αὐτὰ οἱ ἀρχαῖοι ἱστορικοὶ Σωκράτης καὶ Σῳζομενός (Σωκράτης, Ἐκ. ἱστ. 1,11 PG 67,101c-104b. Σῳζομενός, Ἐκ. ἱστ. 1,23 PG 67,925bc). κι ὅλοι μετανόησαν γιὰ τὸν ἀνόητο ἐνθουσιασμό τους καὶ σωφρόνησαν. ἡ ἐκκλησία δηλαδὴ στὴν Α΄
οἰκουμενικὴ σύνοδο ἀντιμετώπισε δυὸ ἀντιχρίστους∙ τὸν πονηρὸ Ἄρειο καὶ τὸν παμπόνηρο ἐπίσκοπο Ῥώμης. ἔτσι ὁ Ῥώμης ἀπέτυχε νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν Α΄οἰκουμενικὴ σύνοδο, γιὰ νὰ περάσῃ στὴν ἐκκλησία τὸ νικολαϊτικὸ δόγμα τῆς μέχρι σήμερα ὀργιαζούσης παπικῆς θρησκείας. ἀπὸ τότε δίπλα στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐνεδρεύει καὶ παραφυλάει συνεχῶς ὁ ἀντίχριστος πάπας Ῥώμης καὶ συνεχῶς ἀποπειρᾶται νὰ τὴν κάνῃ ποταμοφόρητον καὶ νὰ τὴν πνίξῃ (Ἀπ 12,15). κι ἀφοῦ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δίπλα της τὸ διάβολο,
πρέπει νὰ προσέχῃ. γιατὶ ὁ διάβολος ξέρει νὰ ξεσηκώνῃ καὶ νὰ στρατολογῇ πολλοὺς ἄφρονες καὶ νοσταλγοὺς τῆς ἀσυλίας τῆς ἀκολασίας, ποὺ λειτουργοῦν ὡς πεμπτοφαλαγγῖτες καὶ πράκτορες τοῦ ἀντιχρίστου Ῥώμης.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια οἱ Χριστιανοὶ ἔλεγαν
τὸν ἐπίσκοπό τους πάππα∙ (οἱ τυπογράφοι τὸ ἁπλούστευσαν μὲ ἕνα π). εἶναι λέξι ἑλληνική,
ἔκφρασι τρυφερότητος, ποὺ θὰ πῇ «πατερούλη», μπαμπάκα. ἔτσι προσφωνεῖ στὸν Ὅμηρο, στὴ χώρα τῶν Φαιάκων, ἡ βασιλοπούλα Ναυσικάα
τὸν πατέρα της∙ Πάππα φίλε (= ἀγαπημένε
μου μπαμπάκα) (Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, ζ 57). ἔπειτα ἡ χρῆσι τῆς προσφωνήσεως αὐτῆς ἐπεκτάθηκε
καὶ σ᾽ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Κύπρου. πολὺ πρὶν
ἀπὸ τὸν Ῥώμης πάππας λέγεται κι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου. τὸ 404 ὁ Λατῖνος Ἱερώνυμος
στὴ Βηθλεὲμ προσφωνεῖ πάππα τὸν Ἐπιφάνιο Κύπρου, πεθαμένον ἤδη πρὶν ἀπὸ ἕνα ἔτος.
γράφει∙ Ego clam
beatum papam
Epiphanium rogarem, ut eam moneret (Hieronymus, Epist.108,21,1 PL 22,898).
μεταφράζω∙ «Ἐγὼ παρακάλεσα κρυφὰ τὸν
μακάριο πάπα Ἐπιφάνιο, νὰ τὴ συμβουλεύσῃ». ὁ Ἀλεξανδρείας προσφωνεῖται πάπας
μέχρι σήμερα. κι ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀπὸ ἄλλους ἐπισκόπους ἢ πρεσβυτέρους ἢ λαϊκοὺς
προσφωνοῦνταν πάππας (PG
25,364c∙ 372b∙ 26,180c).
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ Α’ οἰκουμενικὴ σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στὸν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας ἕνα
ὑψηλὸ καθῆκον, τὸ ὁποῖο σὲ τρία χρόνια περιῆλθε στὸ Μ. Ἀθανάσιο∙ νὰ γράφῃ κάθε
χρόνο καὶ ν᾽ ἀπευθύνῃ σ᾽ ὅλες
τὶς ἐπισκοπὲς τῆς οἰκουμένης μιὰ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ δογματικοῦ κανονικοῦ καὶ
πνευματικοῦ περιεχομένου, τὴ λεγόμενη Ἑορταστικὴ
Ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία ν᾽ ἀνακοινώνῃ τὴν ἡμερομηνία τοῦ πάσχα
τοῦ ἑπομένου ἔτους καὶ νὰ σχολιάζῃ καὶ γνωμοδοτῇ γιὰ τὰ δογματικὰ κανονικὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα τοῦ
προηγουμένου ἔτους. καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἦταν ἡ γνώμη τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. ὁ
Ἀθανάσιος ἔγραψε 45 Ἑορταστικὲς Ἐπιστολές, ὅσα καὶ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπείας
του (328-373). τὴν κάθε μιὰ τὴν ἔγραφε καὶ τὴν ἐξέπεμπε στὴν οἰκουμένη ἀκόμη καὶ
κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐξορίας του ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν βρισκόταν. ἦταν τὸ στόμα τῆς ἐκκλησίας.
περίφημη εἶναι ἡ 39η Ἑορταστικὴ Ἐπιστολή του, ὅπου ὁ στῦλος τῆς ὀρθοδοξίας διδάσκει στὴν
ἐκκλησία ποιά εἶναι κατὰ τὶς ἔρευνές του στοὺς πατέρες (ἐννοεῖ τὸν
Μελίτωνα Σάρδεων καὶ ἄλλους) τὰ κανονικὰ καὶ θεόπνευστα βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ
τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κανών. ἔχω ἐκδώσει δυὸ φορὲς ἀπὸ 24 χειρόγραφα τὴν Ἐπιστολὴ
αὐτὴ (Μελέτες 1,20 κ.ἑ.). αὐτὰ ὁ πάπας Ἀθανάσιος.
καὶ οἱ ἐπίσκοποι Ῥώμης ἔτριζαν τὰ δόντια
τους. τὸν τίτλο πάππας καὶ τὴν ἐνιαύσια ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς ὅλη τὴν οἰκουμένη τὰ φθόνησε σὰ φαρμακερὴ
ὀχιὰ κυρίως ὁ σύγχρονός του ἀλλὰ πολὺ νεώτερός του ἐπίσκοπος Ῥώμης, ὁ φθονερὸς
καὶ κομπλεξικὸς Δάμασος (366-384). καὶ μόλις ὁ Ἀθανάσιος πέθανε τὸ 373, ἄρχισε
αὐτὸς πρῶτον νὰ προσφωνῆται πάππας καὶ πολὺ γρήγορα νὰ προσπαθῇ ν᾽ ἀπαγορεύσῃ
τὸν τίτλο αὐτὸ σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐπίσκοπο τῆς οἰκουμένης, καὶ δεύτερον, μηδενὸς ἀνωτέρου
του ἀναθέσαντος, νὰ γράφῃ αὐτοχειροτόνητος ὁ ἴδιος τὰ
λεγόμενα Δέκρετά του (Decreta), γιὰ νὰ ὑποκαταστήσῃ
ἐκτοπίσῃ καὶ καταργήσῃ τὶς πατροπαράδοτες Ἑορταστικὲς Ἐπιστολὲς τοῦ πάππα Ἀλεξανδρείας,
ὑπογράφοντας καὶ ὡς πάππας (τὸ ἐννοοῦσε
ὅπως ἐννοοῦσε ὁ Στάλιν τὸ «Πατερούλης»),
γιὰ νὰ ἐπιβληθῇ στὴν οἰκουμενικὴ ἐκκλησία ὡς ὁ ἀρχηγός της. ἀρχηγὸς τῆς ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀντίχριστος! ὁ αἱρεσιάρχης τῶν νικολαϊτῶν! κι ἀπὸ τότε λέγεται πάππας (ἢ πάπας) κι ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης. ἡ μπογιά του ὅμως ἔπιασε μόνο στὴ
λατινόγλωσση Δύσι, τὴν ὁποία φρόντισε ν᾽ ἀπομονώσῃ, γιὰ νὰ τὴ βιάσῃ.
Αὐτὸς ὁ πρῶτος «πάπας Ῥώμης» Δάμασος πέταξε καὶ τὴν ἀρχαία λατινικὴ μετάφρασι τῆς
Κ. Διαθήκης, ποὺ εἶχαν κάνει τὸ Β’ αἰῶνα ἑλληνόγλωσσοι καὶ λατινομαθεῖς Ἕλληνες
κάτοικοι τῆς Ἰταλίας, τὴ λεγόμενη Ἰταλικὴ
(Itala), κι ἔβαλε τὸν Ἱερώνυμο, τὸν καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμά του ὡμολογημένο πόρνο, νὰ κάνῃ μιὰ ἄλλη
λατινικὴ μετάφρασι∙ κι ἐκεῖνος ἔκανε αὐτὴ ποὺ ἔμεινε ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα στὸ
παπικὸ θρήσκευμα τοῦ Βατικανοῦ, τὴ
λεγομένη Λαϊκὴ (Vulgata), ἡ ὁποία,
ὅπως διαπίστωσα σὲ εἰδικὴ ἔρευνά μου, εἶναι ἕνα μεταφραστικὸ ἐξάμβλωμα. ὁ Ἱερώνυμος
δὲν ἤξερε καλὰ ἑλληνικά. κι ἐξαφάνισαν οἱ παπικοὶ τὴν Ἰτάλα, καταστρέφοντας ὅλα
τὰ χειρόγραφά της. λίγα ἀποσπάσματά της διασῴζονται σήμερα.