Ο Καθηγητής Δογματικής
της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους
Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του
Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου για το Κείμενο της Μεγάλης Συνόδου «ΣΧΕΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ».
Θεσ/νίκη 20/4/2016
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑ
Κοινοποίηση: Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ Ε΄
ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗΣΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
[Σαμπεζύ – Γενεύη,
10-17 Ὀκτωβρίου 2015]:
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐπειδή ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος – στό Ὑπόμνημά του, μέ ἀριθμ. Πρωτ.
183/2016/1-4-16, πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος – μέ ἐμφανίζει
νά συμφωνῶ μαζί του σέ συγκεκριμένες ἐκκλησιολογικές θέσεις
(βλ.σ. 8 τοῦ Ὑπομνήματός του), αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νά διευκρινίσω
μέ κάθε σαφήνεια καί σεβασμό τίς ἐπ’ αὐτῶν θεολογικές μου θέσεις.
Παράλληλα, θεωρῶ σκόπιμο καί κύριο νά τοποθετηθῶ στό ὅλο Ὑπόμνημα
τοῦ Σεβασμιωτάτου, γιατί ἔμμεσα –πλήν σαφῶς–ὑφέρπει ἡ ἐντύπωση, ὅτι
εἶμαι σύμφωνος μέ ὅσα ἐκθέτει ὁ ἴδιος στό ἐν λόγῳ Ὑπόμνημα, ἐνῶ στήν
πραγματικότητα ὄχι ἁπλῶς διαφωνῶ, ἀλλά καταλήγω καί σέ ἀντίθετα συμπεράσματα, ὅπως
θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν κριτική, πού θά ἀκολουθήσει. Γι’ αὐτό, Σᾶς παρακαλῶ,
ταπεινῶς, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,νά κάνετε τόν κόπο –γιά μιά ἀκόμη φορά- νά μελετήσετε
τό νέο κείμενό μου.
Συγκεκριμένα, στή σελίδα 8, ὁ
Σεβασμιώτατος μέ παρουσιάζει νά συμφωνῶ μέ τό θεολογικό ἐπιχείρημα
κάποιας Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τελικῶς ἀποδέχθηκε
ἡ Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, υἱοθετώνταςτήν διατύπωση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶνκαί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ
μετ’ αὐτῆς» (Ἄρθρο 6).
Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Σεβασμιώτατος:«εἰδικότερον δέ διά τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν
ἀνέφερε (ἐνν. ἡ Σλαβική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία»
χρησιμοποιεῖται ὡς περιγραφικός (terminus technicus) καί οὐχί μέ δογματικόν
περιεχόμενον καί κατά κυριολεξίαν, θεωροῦσα μάλιστα ὅτι εἰς
τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὑφίστανται θεολογικῶς «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος»
(vestigiaecclesiae),
ὡς ὁ τύπος τοῦ τριαδολογικοῦ βαπτίσματος, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσύνη,
ἡ συνοδικότης, ἀνεξαρτήτως τοῦ λανθασμένου «τύπου» καί «τρόπου» λειτουργίας
αὐτῶν, ἄποψιν τήν ὁποίαν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἐλλογιμώτατος Καθηγητής
Δημ. Τσελεγγίδης, (Δυτική Θεολογία καί Πνευματικότητα, ἔκδ.
Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, ἄ.χ. σελ. 7: «ἡ ρωμαιοκαθολική διδασκαλία δέν
εἶναι ἐξολοκλήρου ἀπορριπτέα»)!!!».
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων;
Πρῶτον, ὁ Σεβασμιώτατος παραπέμπει σέ μένα κατά τρόπο ἀντιεπιστημονικό.
Παραπέμπει δηλαδή σέ Πανεπιστημιακές Σημειώσεις πού δέν συνιστοῦν
ἐπιστημονικό σύγγραμμά μου. Δεύτερον, τό κείμενό μου στήν σελ. 7 ἔχει
ὡς ἑξῆς: «Καταρχήν, πρέπει νά ποῦμε – συμφωνώντας μέ τόν π. G. Florovsky, ὅτι ἡ Δυτική Θεολογίαδέν
εἶναι ἀπορριπτέα στό σύνολό της», πρᾶγμα πού εἶναι αὐτονόητο. Τοῦτο,
ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι ὅλα ὅσα γράφει ὁ Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Μεσσηνίας προηγουμένως, ἀλλά καί στή συνέχεια. Ἡ παραπάνω
διατύπωσή μουκάθε ἄλλο παρά ὁδηγεῖ στόσφαλερό συμπέρασμα τοῦ Σεβασμιωτάτου,
ὅτι δηλαδή ἐγώ «ἐπιβεβαιώνω τήν ἄποψιν» τῆς συγκεκριμένης Σλαβικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στό Ὑπόμνημά του, ὁ Σεβασμιώτατος
προβαίνει σέ ἐπεξήγηση κάθε παραγράφου τοῦ Κειμένου: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», «προκειμένου», ὅπως
γράφει, «νά ἀρθοῦν αἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις καί ἐπί τῷτέλει ὅλων ὅσων ἀνέφερον
εἰσαγωγικῶς» (σ. 4).
α) Στήν ἐπεξήγηση τῆς §1, ὁ Σεβασμιώτατος,
ἀναφερόμενος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σημειώνει, ὅτι αὐτή «συμβάλλει
εἰς τήν ὅλην πορείαν προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι
(ἐνν. Χριστιανοί) ἐξαιτίας τῶν κατά καιρούς αἱρέσεων καί σχισμάτων
τυγχάνουν ἤδη διηρημένοι καί ἀποσχισμένοι ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος». Καί συνεχίζει, γράφοντας τά ἑξῆς: «Ἡ παροῦσα παράγραφος ἐπιβεβαιώνει
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογική
της αὐτοσυνειδησία, πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ἀναγνωρίζει
ὅμως ὅτι ὑφίσταται διάσπασις τῶν Χριστιανῶν, καί οὐχί τῶν Ὀρθοδόξων,
ὡς ἐσφαλμένως διατυποῦται ὑπό τῶν ἐπικριτῶν, καί οὕτως συμβάλλει εἰς
τήν ὅλην διαδικασίαν πρόν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ὅλων μετ’ Αὐτῆς,
ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»,
πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν»
(σελ. 4).
Ἔχουμε τήν πεποίθηση, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος
κ. Χρυσόστομος προβαίνει σέ συνειδητή, ἐξωπραγματική ὡραιοποίηση
τῆς πραγματικότητας μέ προσωπικές ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις, πού
ὅμως δέν τεκμαίρονται ἀπό τό Προσυνοδικό Κείμενο, πού ἐπισυνάπτουμε.
Οὔτε στό ἐν λόγῳ Κείμενο οὔτε σέ ἄλλα Κείμενα τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν
Διαλόγων, ἀλλά καί οὔτε ἀπό τούς ἐπίσημους λόγους τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη καί πολύ περισσότερο ἀπό τίς ἐπίσημες Διμερεῖς σχέσεις καί
πράξεις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τεκμαίρεται, ἐπ’
οὐδενί,ὁ ἑρμηνευτικός ἰσχυρισμός τοῦ Σεβασμιωτάτου. Ἀπεναντίας,
θά ἔλεγα, οἱ ἐπίσημοι λόγοι καί τά ἔργα τους παραπέμπουν σαφῶς στήν ἐντελῶς
ἀντίθετη ἄποψη (βλ. τούς χαρακτηρισμούς τῶν ἑτεροδόξων ὡς «ἀδελφῶν
Ἐκκλησιῶν», τίς συμπροσευχές κ. ἄ.).
Ἀλλά, οὔτε στήν § 1, οὔτε καί στίς ἄλλες §§ τοῦ ἐπίσημου
Κειμένου ἀναφέρεται ὅτι ἡ «ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος ὅλων μετ’ Αὐτῆς,
ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»,
θά γίνει, «πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν»
(σελ. 4). Ἐκεῖνο πού εἶναι φανερό σέ ὅλο τό Προσυνοδικό Κείμενο εἶναι
ὅτι,σκοπίμως, ἀποσιωπᾶται ὁ συγκεκριμένος αὐτός τρόπος τῆς ἑνότητας
μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἀποσιωπᾶται, ἐπίσης σκοπίμως, καί ἀπό τόν Σεβασμιώτατοἐδῶ,ἡ
ἀποτυχία ὅλων τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἕως σήμερα μέ
τούς ἑτεροδόξους, ὅπως ὁ ἴδιος, ἄλλωστε,βεβαίωσε σέ Ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας.
Κατά συνέπεια, ἡ ἕως τώρα μέθοδος
καί κυρίως οἱ προϋποθέσεις τῶν Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τῶν
Κοινῶν Κειμένων στό πλαίσιο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.)
δέν εἶναι λογικῶς καί θεολογικῶς ὀρθό νά νομιμοποιοῦνται θεσμικά
σέ μία Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἀπεναντίας, θά πρέπει νά ἀναθεωροῦνται
καί νά τεθοῦν οἱ διαχρονικές ἁγιοπατερικές μέθοδοι καί προϋποθέσεις,
πού ἐφαρμόστηκαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους
-στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- ἕως καί τόν 19ο αἰῶνα.
β) Ὡς πρός τήν 5η §, ἡ ἑρμηνεία
πού ἐπιχερεῖ ὁ Σεβασμιώτατος σ’ αὐτήν εἶναι ὀρθή, ἀλλά καί ἡ ἀσάφεια
τοῦ Προσυνοδικοῦ Κειμένου ἐπιτρέπει καί ἄλλη ἑρμηνευτική προσέγγιση.
Ἔτσι,ἡ «ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν», κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ
Σεβασμιωτάτου,δέν ἀφορᾶ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά τούς ἑτεροδόξους (σελ.
6). Ὅμως, καί οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κι αὐτοί Χριστιανοί. Ἔτσι, ἐπιτρέπει
τό Προσυνοδικό Κείμενο τήν ἑρμηνεία, γιά ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα ὅλων
τῶν Χριστιανῶν,αὐτονοήτως συμπεριλαμβανομένων καί τῶν Ὀρθοδόξων,
πρᾶγμα πού ἀντίκειται στήν βιβλική καί ἀκατάλυτη ἀλήθεια γιά τήν προφητεία
τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία, ὅτι «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι αὐτῆς».
Ἕνα Συνοδικό Κείμενο ὀφείλει νά εἶναι σαφέστατο καί ὄχι διφορούμενο.
Ὡς πρός τόν νεολογισμό: «διηρημένη
Ἐκκλησία», γιά νά ἀποφευχθεῖ τόσο ἡ παράχρησή του ὅσο καί οἱ θεολογικές
ἀντεγκλήσεις, καλό εἶναι νά υἱοθετηθεῖ ἡ δογματική ἀκρίβεια, ὅπως
αὐτή διατυπώνεται ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἀπό τόν Ἅγιο Ταράσιο, Πατριάρχη
Κων/πόλεως καί Πρόεδρο τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου,σέ Ἐπιστολή του
πρός τόν Πάπα Ρώμης Ἀνδριανό: «Καί οὐδαμῶς εἴασε Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν,
ἡ πέτρα ἐν ᾗ ἐστηριγμένοι ἐσμέν, τόν ἄνωθεν ὑφαντόν διόλου χιτῶνα,
εἴτουν τήν παρ’ αὐτοῦ καί ἐπ’ αὐτόν οἰκοδομηθεῖσαν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ
διεσχισμένην καί διερρηγμένην, καί τά μέλη ἄλλοτε ἄλλως κινούμενα»
(PG 98, 1440 C).
Ἄν ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ παραπάνω νεολογισμός («διηρημένη
Ἐκκλησία»), νά διευκρινίζεται,ὅτι ὁ νεολογισμός αὐτός δέν ἀφορᾶ
τόν ὀντολογικό (ὑπαρξιακό) χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς
τοῦ μόνου μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό καλύτερο καί δογματικῶς
ἐπιβεβλημένο, ὅμως, εἶναι νά ἀποφεύγεται τελείως ὁ νεολογισμός
αὐτός, γιατί τροφοδοτεῖ τήν διγλωσσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο τῶν ἑτεροδόξων,
ὅσο δυστυχῶς καί τῶν Ὀρθοδόξων,καί δημιουργεῖ ἀνεπίτρεπτη σύγχυση
στό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης καί μόνης Ἐκκλησίας καί πέραν τούτου, ἀκριβέστερα,
εἶναι τελείως ἄστοχος.