ΗΜΑΡΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΟΥ – ΤΑ ΔΥΟ ΕΙΔΩΝ ΑΣΩΤΙΑΣ
Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, στο Θεό αμαρτάνουμε. Είτε είναι αυτή:
α) αμαρτία ως πάθος (εν σχέσει με τον εαυτό μας),
β) είτε είναι αδικία και λάθος εις βάρους ενός αδελφού (εν σχέσει με τον συνάνθρωπό μας),
γ) είτε είναι αμαρτία αυτή καθεαυτή προς το Πατέρα μας (εν σχέσει με τον Θεό μας),
όλες οι τρίπτυχες αυτές μορφές της αμαρτίας, γίνονται πάντοτε ενώπιον Θεού. Αυτό το “ενώπιον Θεού” είναι δισδιάστατο! Δεν σημαίνει απλώς μπροστά στα μάτια του Θεού καθώς όλα τα βλέπει και τα γράφει ο Θεός, κατά το υπεροχικό και υπέροχο Υμνολογικό Ποίημα του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού “ότι πάντα εφορά το ακοίμητον όμμα”, (= διότι όλα τα επιβλέπει το ανύστακτο μάτι του Θεού), αλλά συχνά σημαίνει και εναντίον του Θεού, κατά του Θεού με εχθρική και επιθετική διάθεση!
Ο Εωσφόρος δεν αμάρτησε απλώς “ενώπιον του Θεού” μπροστά στα μάτια του Θεού αλλά κατ-εναντίον του Θεού ως εχθρός και πολέμιος του Θεού. Ο Αδάμ δεν εκάθισε απλώς απέναντι του παραδείσου, όπως εκάθισαν και έκλαψαν οι Ισραηλίτες επί των ποταμών Βαβυλώνος στα αντίπερα της όχθης, αλλά κατεναντίον του Θεού και “καταντικρύ” του παραδείσου για να χρησιμοποιήσω μια πανέμορφη, επιτυχέστατη και συγκλονιστική έκφραση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: “τον Αδάμ εκβάλλων του παραδείσου, καταντικρύ του παραδείσου κατώκισεν ο Θεός!” (Εις τον Λάζαρον Λόγος Δεύτερος 897, C)
Η πτώση του Αδάμ δεν ήταν μόνον ηθική, αλλά κυρίως δογματική με διάθεση εχθρική (“έχθραν θήσω” Γεν. γ’ 15) καθώς απηύθυνε κατηγορηματικώς και λίαν υβριστικώς αυτό το “ἡ γυνή, ἣν (Σοι) ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ!” Δυστυχώς, οι πλείστοι ερμηνευτές μιλούν για παρακοή του Αδάμ και απόδοση ευθυνών στην Εύα που τον παρέσυρε. Όμως, από το “αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον” (αυτή φταίει για όλα), πολύ χειρότερο είναι το “ΕΣΥ φταις για όλα για την γυναίκα που μου έδωσες!” Ωμή κατηγορία κατά του Θεού, ασεβής γογγυσμός ενώπιον Θεού και μεγάλη βλασφημία κατεναντίον του Θεού! Τεράστια διαφορά το ένα με το άλλο.
O Δαυίδ αμάρτησε ενάντια στον φίλο, εφόνευσε τον αδελφό. Πως λοιπόν απηύθυνε αυτό το θεολογικά απύθμενο “Σοί μόνω ήμαρτον;” Σε σένα μόνο, αμάρτησα, Θεέ μου. Ο αδελφός είναι το κατ’ εικόνα. Αμαρτάνεις στον αδελφό; Στο Θεό αμαρτάνεις. Αμαρτάνεις στον μικρό σου αδελφό, στ’ αθώο τ’ ανήλικο και το μωρό; Στο Θεό αμαρτάνεις. Δεν είναι τυχαίος ο συχνά τονιζόμενος και υπογραμμιζόμενος εβραϊσμός, αυτή η προειδοποιητική διαβεβαίωση του Χριστού, δεν είναι σχήμα λόγου:
“Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε“ (Ματθ. κε’ 40). Σε Μένα το κάνετε. Σε Μένα αμαρτάνετε. Εμένα διά παντός εν παντί αδικείτε.
Άξια ιδιαιτέρας θεολογικής προσοχής και εμβαθύνσεως ερμηνευτικής είναι η συγκλονιστική, εμπειρική, ανακαινιστική, υποδειγματική και σωτηριολογική ομολογία μετανοίας του Ασώτου:
“Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου!”
Αυτή η εκ πρώτης όψεως απλή δήλωση, δεν είναι και τόσο “απλή”. Θεολογικώς και εκκλησιολογικώς επιφαίνεται πολλαπλή και πολύπλοκη. Εμπεριέχει και αποτελεί ένα από τα πάμπολλα παράδοξα της Γραφής που προξενούν το βαθυστόχαστο ενδιαφέρον πολλών ερμηνευτών.
Θα ήταν ομολογουμένως υπεραρκετό, θα επαρκούσε επαρκέστατα σε υπερθετικό βαθμό, εάν έλεγε ο Άσωτος απλά: “Πάτερ, ἥμαρτον ἐνώπιόν σου!” – Θεέ μου, αμάρτησα! Και αναφωνεί μεγαλοπρεπώς, ο Μεγαλοπρεπέστατος και επιφανέστατος Χρυσόστομος: “Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει!” (Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου, Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Ακόμη και ένα ειλικρινές και μονολεκτικό “ήμαρτον”, περιβαλλόμενο από χάρι εξ΄ουρανού και βουτηγμένο στα νάματα της μετανοίας, καθίσταται αρκετό και στοιχείο βιαστικό του διά βίου μετανοούντος “βιαστή”. Ένα “σκέτο” “ήμαρτον” βεβαίως δύναται να επαρκέσει και να “κατασχέσει” βιαίως την βιαζομένη σωτηρία, καθότι “ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν” (Ματθ. ια’ 12).
Επιπλέον, θα μπορούσε πάλι ένα ληστρικό και απολυτρωτικό “Μνήσθητί μου”, καρφωμένο στον Ωμοφόριο Σταυρό, υψωμένο στης αυταπαρνήσεως το Γολγοθά, της μετανοίας τις πύλες διάπλατα ξανά ν’ ανοίξει, αρκεί έστω και μισό θρόμβο αίματος ζεστό, στη Γεθσημανή της ψυχής χαμαί να ρίξει.
Ο Μέγας ημών Πατήρ, Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πλέκει υπερπλουσίως έναν θαυμάσιο, τεθυσαυρημένο, χρυσοποίκιλτο και αποκλειστικώς απαράμιλλο μονόλογο τον οποίο εν πλήρη επιγνώσει επιτελεί ο Άσωτος εν εαυτώ, δανειζόμενος την δυναμικοτάτη διάνοια του Χρυσορρήμωνος!
Ειλικρινά, δεν βρήκα πουθενά, σε κανέναν από όλους τους λόγους των Πατέρων, τέτοια ολοζόντανη και κατανυκτική καταγραφή των συναισθημάτων της μετανοούσης ψυχής που επιθυμεί να επιστρέψει στου Πατέρα την αγκάλη! Πιό μεγάλη δύναμη λόγων οι οποίοι γέμουν Αγιοπατερική χαρμολύπη και χάρι, δεν έχω ξαναεμπειρευτεί! Αυτούσια φώτιση του Τριαδικού Θεού αυτή:
“Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Κάνε με λοιπόν σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.” (Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου, Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Τουναντίον, ο Άσωτος εδώ, προσθέτει κάτι άκρως σημειολογικό, πρωτάκουστο, υψοποιό και καθοριστικό συνάμα: “Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου!” Και όχι μόνο αυτό, αλλ’ αυτό το “εἰς τὸν οὐρανὸν”, όλως περιέργως, το προτάσσει!! Πρώτα στον ουρανό αμάρτησα και έπειτα σε Σένανε, Θεέ μου!
Τί περίεργο θαρρώ, τι ανεξήγητο και συναρπαστικό το θεωρώ! Απίστευτο και καταπληκτικό! Αλήθεια, δεν είναι καθόλου λογοτεχνικό, ποιητικό ή επιπρόσθετο και επεξηγηματικό. “Πρώτα αμάρτησα εις τον ουρανό…” Ας δούμε αναλυτικότερα και βαθύτερα αυτόν τον “Ουρανό”. Μας θυμίζει την σύντομη, μικρή μα βαθυτάτη και σημαντικοτάτη Κυριακή Προσευχή: “Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…”
“Ήμαρτον εις τον ουρανόν”. “Ουρανός” εδώ δεν είναι ο φυσικός, δεν είναι το ουράνιο στερέωμα. Είναι “το στερέωμα των επί Σοι πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ!” Το ήμαρτον “εις τον ουρανόν” είναι ο “ουρανός πολύφωτος” της Εκκλησίας! Ω Θεία, ώ Φίλη “Εκκλησία, ΠΥΛΗ τ’ ουρανού!”
Οι προσευχές μας αλλά και οι αμαρτίες μας, διαβαίνουν την πύλη του Ουρανού, την Εκκλησία και διαπερνούν την Ουράνιον Πύλην και Κιβωτόν, την Θεοτόκο. Όποιος αμαρτάνει, αμαρτάνει πρώτα στον ουρανό της Εκκλησίας, αμαρτάνει και στην Θεοτόκο, την Πύλη του Ουρανού. Αμαρτάνει εις ολόκληρον την Εκκλησίαν εις τον Ουρανόν, την Θριαμβεύουσαν αλλά και εις αυτήν την επί γης, την Στρατευομένην! Τέλος αμαρτάνει και ενώπιον του Πατρός ημών εν τοις ουρανοίς.
“Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθην από Σου!” Αμάρτησα στην Εκκλησία, “ην εκτήσω τω Τιμίω Σου Αίματι!” Αμάρτησα στο Σώμα Σου, το οποίο στερέωσες με το Αγαθόν Άγιον Πνεύμα. “Παράκλητε Αγαθέ”, Θυσαυρέ των αγαθών, στων Πατέρων το “Δι’ ευχών”, προσέρχομαί Σοι μετανοοών, Σοι προσπίπτω!
“Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα”, μέγιστε, πανάγιε Χρυσόστομε Πατήρ ημών, από την μυστική τράπεζα των θείων σου λόγων, δείξε μας ποιός είναι αυτός ο ουρανός:
“(Αμάρτησα στον ουρανό) γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά.” (“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου” Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Ο Φιλεύσπλαχνος Πατήρ παρακαλεί να καταπραϋνει τον αλόγιστο θυμό του μεγαλυτέρου αδελφού, πάλιν και πολλάκις με τα εξής φωτισμένα λόγια του Πανίερου Χρυσοστόμου:
“Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου…… Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.”
Τα φαινόμενα, νοούμενα και θεολογούμενα. Η Ορθή Θεο-λογία προυποθέτει την Θεωρία, με την πρωταρχική έννοια του “ατενίζω – βλέπω”. Περί Θεού μιλά όποιος Θεόν ορά. Θεόν ορά ο μετανοών αληθινά και όποιος αληθινά προσεύχεται. «Ει θεολόγος εί, προσεύξη αληθώς, ει προσεύχει αληθώς θεολόγος εί» (Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). Θεόπτης γίνεται όποιος ισοβίως την μετάνοιαν ντύνεται και εις ολόθερμον και επίπονον προσευχήν καταγίνεται. Η Ορθή Θεολογία προυποθέτει την ορθή Εκκλησιολογία.
Ο Άσωτος προήλθε και εξήλθε από τον “ουρανό” – τον χώρο (όχι τον διοικητικό) της εκκλησίας που λέγεται κοινωνία με τον Πατέρα καθώς και κοινωνία με τον “μεγαλύτερο αδελφό”. Πρώτα αμάρτησε στον ουρανό διότι εγκατέλειψε τον πολύφωτο ουρανό της Εκκλησίας, πρόδωσε την κοινωνία με τους αδελφούς οι οποίοι είναι ενωμένοι διά της κοινής Ορθής Πίστεως και Ορθής Λατρείας, της Ορθοδοξίας, χωρίς της οποίας, δεν υπάρχει καμία κοινωνία με το Θεό. Πρώτα λοιπόν αποκαθιστά την σχέση του με τον ουρανό της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού και έπειτα με τον Θεό του Ουρανού!
“Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ”, λέγει ο Χριστός, ο μόνος Οντολογικός Μεσίτης μεταξύ γης και ουρανού. Μεταξύ όμως γης και της Πύλης του Ουρανού, Μεσίτρια-Οδηγήτρια η Παναγία! Μεσίτες στα Προπύλαια του Ουρανού, οι Απόστολοι, οι Άγιοι Πατέρες και οι Άγιοι Πάντες.
Επιπλέον, το “ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου” περικλείει έννοια ταυτόσημη και επεκτατική. Κατ’ επέκτασιν και συνωνυμίαν, όταν αμαρτάνουμε στον ουρανό, αμαρτάνουμε στο Θεό. Όταν αμαρτάνουμε στην Εκκλησία, αμαρτάνουμε στο Θεό! Δύο λοιπόν είδη αμαρτίας εις τον ουρανόν, αλλά και δύο ειδών εγκαταλείψεως της Εκκλησίας.
Α. Η πρώτη είναι η εγκατάλειψη περί βίου, περί βιώσεως της αμαρτίας εις βάθος. “Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα” (Β’ Τιμ. δ’,10). “Κατέλιπόν σε, μή με εγκαταλίπης” (Απόδειπνον Μέγα).
α) αμαρτία ως πάθος (εν σχέσει με τον εαυτό μας),
β) είτε είναι αδικία και λάθος εις βάρους ενός αδελφού (εν σχέσει με τον συνάνθρωπό μας),
γ) είτε είναι αμαρτία αυτή καθεαυτή προς το Πατέρα μας (εν σχέσει με τον Θεό μας),
όλες οι τρίπτυχες αυτές μορφές της αμαρτίας, γίνονται πάντοτε ενώπιον Θεού. Αυτό το “ενώπιον Θεού” είναι δισδιάστατο! Δεν σημαίνει απλώς μπροστά στα μάτια του Θεού καθώς όλα τα βλέπει και τα γράφει ο Θεός, κατά το υπεροχικό και υπέροχο Υμνολογικό Ποίημα του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού “ότι πάντα εφορά το ακοίμητον όμμα”, (= διότι όλα τα επιβλέπει το ανύστακτο μάτι του Θεού), αλλά συχνά σημαίνει και εναντίον του Θεού, κατά του Θεού με εχθρική και επιθετική διάθεση!
Ο Εωσφόρος δεν αμάρτησε απλώς “ενώπιον του Θεού” μπροστά στα μάτια του Θεού αλλά κατ-εναντίον του Θεού ως εχθρός και πολέμιος του Θεού. Ο Αδάμ δεν εκάθισε απλώς απέναντι του παραδείσου, όπως εκάθισαν και έκλαψαν οι Ισραηλίτες επί των ποταμών Βαβυλώνος στα αντίπερα της όχθης, αλλά κατεναντίον του Θεού και “καταντικρύ” του παραδείσου για να χρησιμοποιήσω μια πανέμορφη, επιτυχέστατη και συγκλονιστική έκφραση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: “τον Αδάμ εκβάλλων του παραδείσου, καταντικρύ του παραδείσου κατώκισεν ο Θεός!” (Εις τον Λάζαρον Λόγος Δεύτερος 897, C)
Η πτώση του Αδάμ δεν ήταν μόνον ηθική, αλλά κυρίως δογματική με διάθεση εχθρική (“έχθραν θήσω” Γεν. γ’ 15) καθώς απηύθυνε κατηγορηματικώς και λίαν υβριστικώς αυτό το “ἡ γυνή, ἣν (Σοι) ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ!” Δυστυχώς, οι πλείστοι ερμηνευτές μιλούν για παρακοή του Αδάμ και απόδοση ευθυνών στην Εύα που τον παρέσυρε. Όμως, από το “αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον” (αυτή φταίει για όλα), πολύ χειρότερο είναι το “ΕΣΥ φταις για όλα για την γυναίκα που μου έδωσες!” Ωμή κατηγορία κατά του Θεού, ασεβής γογγυσμός ενώπιον Θεού και μεγάλη βλασφημία κατεναντίον του Θεού! Τεράστια διαφορά το ένα με το άλλο.
O Δαυίδ αμάρτησε ενάντια στον φίλο, εφόνευσε τον αδελφό. Πως λοιπόν απηύθυνε αυτό το θεολογικά απύθμενο “Σοί μόνω ήμαρτον;” Σε σένα μόνο, αμάρτησα, Θεέ μου. Ο αδελφός είναι το κατ’ εικόνα. Αμαρτάνεις στον αδελφό; Στο Θεό αμαρτάνεις. Αμαρτάνεις στον μικρό σου αδελφό, στ’ αθώο τ’ ανήλικο και το μωρό; Στο Θεό αμαρτάνεις. Δεν είναι τυχαίος ο συχνά τονιζόμενος και υπογραμμιζόμενος εβραϊσμός, αυτή η προειδοποιητική διαβεβαίωση του Χριστού, δεν είναι σχήμα λόγου:
“Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε“ (Ματθ. κε’ 40). Σε Μένα το κάνετε. Σε Μένα αμαρτάνετε. Εμένα διά παντός εν παντί αδικείτε.
Άξια ιδιαιτέρας θεολογικής προσοχής και εμβαθύνσεως ερμηνευτικής είναι η συγκλονιστική, εμπειρική, ανακαινιστική, υποδειγματική και σωτηριολογική ομολογία μετανοίας του Ασώτου:
“Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου!”
Αυτή η εκ πρώτης όψεως απλή δήλωση, δεν είναι και τόσο “απλή”. Θεολογικώς και εκκλησιολογικώς επιφαίνεται πολλαπλή και πολύπλοκη. Εμπεριέχει και αποτελεί ένα από τα πάμπολλα παράδοξα της Γραφής που προξενούν το βαθυστόχαστο ενδιαφέρον πολλών ερμηνευτών.
Θα ήταν ομολογουμένως υπεραρκετό, θα επαρκούσε επαρκέστατα σε υπερθετικό βαθμό, εάν έλεγε ο Άσωτος απλά: “Πάτερ, ἥμαρτον ἐνώπιόν σου!” – Θεέ μου, αμάρτησα! Και αναφωνεί μεγαλοπρεπώς, ο Μεγαλοπρεπέστατος και επιφανέστατος Χρυσόστομος: “Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει!” (Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου, Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Ακόμη και ένα ειλικρινές και μονολεκτικό “ήμαρτον”, περιβαλλόμενο από χάρι εξ΄ουρανού και βουτηγμένο στα νάματα της μετανοίας, καθίσταται αρκετό και στοιχείο βιαστικό του διά βίου μετανοούντος “βιαστή”. Ένα “σκέτο” “ήμαρτον” βεβαίως δύναται να επαρκέσει και να “κατασχέσει” βιαίως την βιαζομένη σωτηρία, καθότι “ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν” (Ματθ. ια’ 12).
Επιπλέον, θα μπορούσε πάλι ένα ληστρικό και απολυτρωτικό “Μνήσθητί μου”, καρφωμένο στον Ωμοφόριο Σταυρό, υψωμένο στης αυταπαρνήσεως το Γολγοθά, της μετανοίας τις πύλες διάπλατα ξανά ν’ ανοίξει, αρκεί έστω και μισό θρόμβο αίματος ζεστό, στη Γεθσημανή της ψυχής χαμαί να ρίξει.
Ο Μέγας ημών Πατήρ, Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πλέκει υπερπλουσίως έναν θαυμάσιο, τεθυσαυρημένο, χρυσοποίκιλτο και αποκλειστικώς απαράμιλλο μονόλογο τον οποίο εν πλήρη επιγνώσει επιτελεί ο Άσωτος εν εαυτώ, δανειζόμενος την δυναμικοτάτη διάνοια του Χρυσορρήμωνος!
Ειλικρινά, δεν βρήκα πουθενά, σε κανέναν από όλους τους λόγους των Πατέρων, τέτοια ολοζόντανη και κατανυκτική καταγραφή των συναισθημάτων της μετανοούσης ψυχής που επιθυμεί να επιστρέψει στου Πατέρα την αγκάλη! Πιό μεγάλη δύναμη λόγων οι οποίοι γέμουν Αγιοπατερική χαρμολύπη και χάρι, δεν έχω ξαναεμπειρευτεί! Αυτούσια φώτιση του Τριαδικού Θεού αυτή:
“Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Κάνε με λοιπόν σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.” (Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου, Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Τουναντίον, ο Άσωτος εδώ, προσθέτει κάτι άκρως σημειολογικό, πρωτάκουστο, υψοποιό και καθοριστικό συνάμα: “Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου!” Και όχι μόνο αυτό, αλλ’ αυτό το “εἰς τὸν οὐρανὸν”, όλως περιέργως, το προτάσσει!! Πρώτα στον ουρανό αμάρτησα και έπειτα σε Σένανε, Θεέ μου!
Τί περίεργο θαρρώ, τι ανεξήγητο και συναρπαστικό το θεωρώ! Απίστευτο και καταπληκτικό! Αλήθεια, δεν είναι καθόλου λογοτεχνικό, ποιητικό ή επιπρόσθετο και επεξηγηματικό. “Πρώτα αμάρτησα εις τον ουρανό…” Ας δούμε αναλυτικότερα και βαθύτερα αυτόν τον “Ουρανό”. Μας θυμίζει την σύντομη, μικρή μα βαθυτάτη και σημαντικοτάτη Κυριακή Προσευχή: “Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…”
“Ήμαρτον εις τον ουρανόν”. “Ουρανός” εδώ δεν είναι ο φυσικός, δεν είναι το ουράνιο στερέωμα. Είναι “το στερέωμα των επί Σοι πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ!” Το ήμαρτον “εις τον ουρανόν” είναι ο “ουρανός πολύφωτος” της Εκκλησίας! Ω Θεία, ώ Φίλη “Εκκλησία, ΠΥΛΗ τ’ ουρανού!”
Οι προσευχές μας αλλά και οι αμαρτίες μας, διαβαίνουν την πύλη του Ουρανού, την Εκκλησία και διαπερνούν την Ουράνιον Πύλην και Κιβωτόν, την Θεοτόκο. Όποιος αμαρτάνει, αμαρτάνει πρώτα στον ουρανό της Εκκλησίας, αμαρτάνει και στην Θεοτόκο, την Πύλη του Ουρανού. Αμαρτάνει εις ολόκληρον την Εκκλησίαν εις τον Ουρανόν, την Θριαμβεύουσαν αλλά και εις αυτήν την επί γης, την Στρατευομένην! Τέλος αμαρτάνει και ενώπιον του Πατρός ημών εν τοις ουρανοίς.
“Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθην από Σου!” Αμάρτησα στην Εκκλησία, “ην εκτήσω τω Τιμίω Σου Αίματι!” Αμάρτησα στο Σώμα Σου, το οποίο στερέωσες με το Αγαθόν Άγιον Πνεύμα. “Παράκλητε Αγαθέ”, Θυσαυρέ των αγαθών, στων Πατέρων το “Δι’ ευχών”, προσέρχομαί Σοι μετανοοών, Σοι προσπίπτω!
“Πάλιν καὶ πολλάκις σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα”, μέγιστε, πανάγιε Χρυσόστομε Πατήρ ημών, από την μυστική τράπεζα των θείων σου λόγων, δείξε μας ποιός είναι αυτός ο ουρανός:
“(Αμάρτησα στον ουρανό) γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά.” (“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου” Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Ο Φιλεύσπλαχνος Πατήρ παρακαλεί να καταπραϋνει τον αλόγιστο θυμό του μεγαλυτέρου αδελφού, πάλιν και πολλάκις με τα εξής φωτισμένα λόγια του Πανίερου Χρυσοστόμου:
“Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου…… Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.”
Τα φαινόμενα, νοούμενα και θεολογούμενα. Η Ορθή Θεο-λογία προυποθέτει την Θεωρία, με την πρωταρχική έννοια του “ατενίζω – βλέπω”. Περί Θεού μιλά όποιος Θεόν ορά. Θεόν ορά ο μετανοών αληθινά και όποιος αληθινά προσεύχεται. «Ει θεολόγος εί, προσεύξη αληθώς, ει προσεύχει αληθώς θεολόγος εί» (Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). Θεόπτης γίνεται όποιος ισοβίως την μετάνοιαν ντύνεται και εις ολόθερμον και επίπονον προσευχήν καταγίνεται. Η Ορθή Θεολογία προυποθέτει την ορθή Εκκλησιολογία.
Ο Άσωτος προήλθε και εξήλθε από τον “ουρανό” – τον χώρο (όχι τον διοικητικό) της εκκλησίας που λέγεται κοινωνία με τον Πατέρα καθώς και κοινωνία με τον “μεγαλύτερο αδελφό”. Πρώτα αμάρτησε στον ουρανό διότι εγκατέλειψε τον πολύφωτο ουρανό της Εκκλησίας, πρόδωσε την κοινωνία με τους αδελφούς οι οποίοι είναι ενωμένοι διά της κοινής Ορθής Πίστεως και Ορθής Λατρείας, της Ορθοδοξίας, χωρίς της οποίας, δεν υπάρχει καμία κοινωνία με το Θεό. Πρώτα λοιπόν αποκαθιστά την σχέση του με τον ουρανό της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού και έπειτα με τον Θεό του Ουρανού!
“Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ”, λέγει ο Χριστός, ο μόνος Οντολογικός Μεσίτης μεταξύ γης και ουρανού. Μεταξύ όμως γης και της Πύλης του Ουρανού, Μεσίτρια-Οδηγήτρια η Παναγία! Μεσίτες στα Προπύλαια του Ουρανού, οι Απόστολοι, οι Άγιοι Πατέρες και οι Άγιοι Πάντες.
Επιπλέον, το “ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου” περικλείει έννοια ταυτόσημη και επεκτατική. Κατ’ επέκτασιν και συνωνυμίαν, όταν αμαρτάνουμε στον ουρανό, αμαρτάνουμε στο Θεό. Όταν αμαρτάνουμε στην Εκκλησία, αμαρτάνουμε στο Θεό! Δύο λοιπόν είδη αμαρτίας εις τον ουρανόν, αλλά και δύο ειδών εγκαταλείψεως της Εκκλησίας.
Α. Η πρώτη είναι η εγκατάλειψη περί βίου, περί βιώσεως της αμαρτίας εις βάθος. “Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα” (Β’ Τιμ. δ’,10). “Κατέλιπόν σε, μή με εγκαταλίπης” (Απόδειπνον Μέγα).