Ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
1. Εἰσαγωγικὰ
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
καὶ ἡ σημασία τοῦ θέματος περὶ τῶν θεωρουμένων ὡς Η΄ καὶ Θ΄
Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη
σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς προκλήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ
ἡ μὲν Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879, ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ
ὁποία ἀπέρριψε τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque καὶ περιέστειλε τὴν παπικὴ
ἐπεκτατικότητα, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὴν Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ὅπως σὺν τοῖς ἄλλοις ἀπέδειξε καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης
Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, καὶ παλαιότερα1 καὶ διὰ τῆς προηγηθείσης Εἰσηγήσεώς του.
Ὡς
ὀργανικὴ δὲ συνέχεια τούτου, εἶναι ἀναγκαία ἡ συμπερίληψις καὶ τῶν
Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ ΙΔ’ αἰῶνος, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς ἡ
Θ’ Οἰκουμενικὴ Συνόδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀκόμη
καὶ ἐντὸς τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος,
ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν φωνὲς γιὰ τὴν ἐπίσημη διακήρυξι τῆς
Οἰκουμενικότητος τῶν Συνόδων αὐτῶν, ἀλλὰ δὲν συναντοῦν τὴν ἀπαιτούμενη
συνοδικὴ ἀνταπόκρισι στὸν χῶρο τους. Καὶ τοῦτο, διότι ὅπως γίνεται
ἀντιληπτό, οἱ διακηρύξεις αὐτὲς θὰ ἀποτρέψουν δραστικὰ τὴν ἐνδοτικὴ
οἰκουμενιστικὴ πορεία, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν, καὶ
θὰ θέσουν τὰ πράγματα σὲ μία διαφορετικὴ προοπτική. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι
ἀποδεκτὸ ἤ καὶ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ψυχρανθεῖσες στὴν Πίστι Καινοτόμες
ἱεραρχίες, στὶς ὁποῖες ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος ἐσβέσθη πρὸ πολλοῦ, ἐπικρατεῖ
δὲ ἡ συμβατικὴ κοσμικὴ διπλωματία καὶ διαπλοκή, γιὰ ἐξυπηρέτησι κυρίως
ἐγκοσμίων ἐπιδιώξεων καὶ ὠφελημάτων.
Ἐμεῖς,
οἱ ἐλέῳ Θεοῦ διακρατοῦντες τὴν Πίστιν ἀκαινοτόμητον καὶ ἐκπροσωποῦντες
τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καθαρὰ καὶ ἀλύμαντο, ἔχουμε χρέος νὰ
ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπιτακτικὴ αὐτὴ ἐκκρεμότητα, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ
ἱεροῦ καθήκοντός μας ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Ἱστορίας. Ἤδη μάλιστα
στὴν ἀπὸ Δεκεμβρίου τοῦ 2014 ἐγκριθεῖσα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας
«Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ», βεβαιώνουμε σὺν τοῖς
ἄλλοις, ὅτι οἱ δύο ὡς ἄνω Σύνοδοι ἔχουν οἰκουμενικὴ καὶ καθολικὴ ἰσχὺ
καὶ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία2.
2. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ΠΡΙΝ
νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὶς Ἡσυχαστικὲς Συνόδους τοῦ ΙΔ’ αἰ., εἶναι
ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε λίγα στοιχεῖα περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, καθοριστικοῦ παράγοντος στὶς Συνόδους αὐτές. Γεννήθηκε στὴν
Κωνσταντινούπολι τὸ 1296 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια εὐλαβῶν γονέων.
Διαποτίσθηκε μὲ τὴν εὐσέβεια ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ ἀνέπτυξε στὸ ἔπακρο τὰ
φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἐπρόκειτο νὰ
διαπρέψη κατὰ κόσμον σὲ θέσεις ὑψηλὲς τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας. Ὅμως, ὁ
πόθος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν κατέτρωγε, ὡδήγησε τὰ βήματά του στὴν
Μοναχικὴ ἀποταγή. Ἀσκήθηκε μὲ αὐταπάρνησι καὶ βαθειὰ ἐπίγνωσι στὸ
Παπίκιον ὄρος τῆς Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος κυρίως καὶ στὴν Σκήτη τῆς
Βεροίας. Ἔζησε μὲ ὑπακοή, ταπείνωσι, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια,
αὐτοκυριαρχία, μελέτη καὶ διακονία. Καθάρθηκε καὶ ἐλλάμφθηκε ἀπὸ τὸ
θεῖον Φῶς, τὸν Ὁποῖον ἐκζητοῦσε ἀπὸ νεότητος μὲ ἀληθινὴ δῖψα πνεύματος
(«φώτισόν μου τὸ σκότος»!). Ἔδωσε αἷμα καὶ ἔλαβε πνεῦμα3.
Ἔλαβε
τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας ἄνωθεν, ἔγινε Θεολόγος ἀπλανὴς τῆς Παραδόσεως
καὶ κατεστάθη ὄντως Στόμα Θεοῦ, Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ Μάστιγα τῶν
αἱρέσεων. Ἀνεδείχθη Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, φυλακίσθηκε τὸ 1343,
ἀφωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς φιλαιρετικοὺς τὸ 1344, κατόπιν ὅμως δικαιώθηκε καὶ
χειροτονήθηκε Ἀρχιερεὺς τὸ 1347, καὶ ἐν τέλει ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸν
Νοέμβριο τοῦ 1359. Τὸ δὲ 1368 διεκηρύχθη ἡ Ἁγιότητά του μὲ ἐπίκλησι τῶν
πολλῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν Θαυμάτων του.
3. Ἡσυχασμὸς
Ο ΑΓΙΟΣ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Ἡσυχαστὴς Θεολόγος καὶ ὡς ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Ὁ
Ἡσυχασμὸς δυνάμεθα νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐνυπάρχει στὴν οὐσία καὶ στὸν
πυρῆνα τῆς Εὐαγγελικῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, ἡ ὁδὸς
καὶ ἡ μέθοδος ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπανόδου του στὸν
Θεό. Εἶναι ἡ ἄσκησι καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν μὲ μετάνοια καὶ ἀρετή.
Εἶναι ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη ἀποδίωξις τῶν ἐμπαθῶν καὶ ἐφαμάρτων
λογισμῶν ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ ἡ περιφρούρησίς της,
ὥστε νὰ ἀποτελέση κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Εἶναι ἡ νῆψις,
δηλαδὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, κυρίως μὲ τὴν μονολόγιστη
Εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! Εἶναι τὸ πένθος, ἡ κατάγνωσις
καὶ ἡ αὐτομεμψία, ὁ πόνος, τὸ σωματικὸ ἄλγος, ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ
γιὰ ὀρθὴ πορεία καὶ ἐπιλογὴ στὴν ζωή, ὥστε νὰ ἑλκυσθῆ τὸ θεῖον Ἔλεος.
Εἶναι ἡ διάνοιξις τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς. Εἶναι μετοχὴ
στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς θείας Λατρείας, εἶναι Εὐχαριστιακὴ
λειτουργικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ καὶ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν
Ἀληθείᾳ καὶ Χάριτι. Εἶναι ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς.
Ἀπὸ
τὴν Ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τους, οἱ Ἡσυχαστὲς Ἅγιοι καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός, ὅπως ὁ Ἴδιος ὑποσχέθηκε4,
γίνεται προσιτὸς καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται μαζί του καὶ τοῦ
μεταδίδει τὴν θεία Ζωή Του, τὸν καθιστᾶ Θεὸν κατὰ χάριν, τὸν θεώνει.
Ὁ
Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἡ Ἐνέργειά Του, ἡ Ὁποία προέρχεται φυσικῶς ἐκ τῆς
Οὐσίας Του, εἶναι Θεία καὶ Ἄκτιστη, γίνεται δὲ μεθεκτὴ ὡς Φῶς· τὸ Φῶς
αὐτὸ εἶναι τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Ὁποῖο ἔλαμψε διὰ τοῦ Χριστοῦ στὸ
Ὄρος Θαβὼρ καὶ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι καὶ
κατάληψι.
Ἐκ
τούτου ἐξάγεται, ὅτι στὸν Θεὸ ἔχουμε διάκρισι Οὐσίας, ἡ Ὁποία εἶναι
ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὰ δημιουργήματα, καὶ Ἐνεργείας, ἡ
Ὁποία εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτή, ἁγιάζουσα τὸν ἄνθρωπο.
4. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ Λατινόφρονος Βαρλαὰμ Καλαβροῦ
ΑΥΤΟΣ
ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, ὄχι μόνον ἀμφισβητήθηκε,
ἀλλὰ καὶ εὐτελίσθηκε καὶ ὑβρίσθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό, σχολαστικὸ
θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν Δύσι γιὰ νὰ διδάξη στὴν
Ἀνατολή, χρησιμοποιώντας τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμὸ σὲ βάρος τῆς
θεοπτίας5.
Ἡ ἐπίθεσίς
του κατὰ τῶν Μοναχῶν, κατὰ τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ τῆς διακρίσεως στὸν
Θεὸ «Οὐσίας» καὶ «Ἐνεργείας», δὲν ἄργησε νὰ ἐκδηλωθῆ. Περιέπαιξε τὴν
Νοερὰ Προσευχή, ἀρνήθηκε τὴν διάκρισι Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ
ὅτι ἡ Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστη, ἀποκαλοῦσε πλανεμένους ὅσους δέχονταν τὸ
θεῖον Φῶς, τὸ δὲ Θαβώριον Φῶς τὸ θεωροῦσε κατώτερο τῆς νοήσεώς μας, ἐνῶ
τὰ θεωρήματα τοῦ νοῦ μας ἀσυγκρίτως καλύτερα ἐκείνου, δίδοντας ἔτσι
«λυτρωτικὴ» σημασία στὴν φιλοσοφία6.
Ἄν
ὅμως δὲν ὑπάρχει διάκρισις Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ἄν ἡ Ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅπως ὑποστηρίζουν
οἱ Παπικοί, τότε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας.
Ἄν
ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχει μέν, ἀλλὰ δὲν καταυγάζει μὲ τὶς
θεῖες Ἀκτῖνες Του τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ζωογονήση καὶ νὰ μᾶς
ἀνασύρη ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πτώσεών μας στὸ Φῶς τῆς ἁγιότητος, τότε δὲν
σχετίζεται μὲ μᾶς, δὲν μᾶς ἐπηρεάζει ἄμεσα, καὶ ἔτσι παραμένουμε
ἀλύτρωτοι στὰ θλιβερὰ δεσμά μας καὶ στὸν ἀπέλπιδα ἀγνωστικισμό μας7.
Ἡ ἔλλειψις
αὐτῆς τῆς διακρίσεως, ὡδήγησε τὸν Παπισμὸ στὸ Filioque, στὸν νομικισμό,
στὸν ἠθικισμό, στὴν θεώρησι τοῦ Πάπα ὡς ἐνδιαμέσου γῆς καὶ οὐρανοῦ,
στὴν διπλῆ ἐξουσία του ὡς «ὑπερεπισκόπου» καὶ «βασιλέως-αὐτοκράτορος»
κοσμικοῦ κράτους, στὴν ὑποτίμησι τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, στὴν
γενικὴ-ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, στὸν ραντισμὸ κατὰ τὴν Βάπτισι,
στὴν διαφορετικὴ θεολογικὴ θεώρησι τῆς Ἐνανθρωπήσεως («ἐξιλέωσις») καὶ
τοῦ Σταυροῦ («δικανικὴ ἱκανοποίησις»), στὴν ποικιλόμορφη ἐκκοσμίκευσι
κλπ.8.
Ἡ ἐκ Δυσμῶν αὐτὴ ἐπιδρομή, ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὰ ἕνα κτύπημα στὴν καρδιὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸν Ἡσυχασμό.
Ἀλλὰ
ὁ Ἡσυχασμός, Προνοίᾳ Θεοῦ, εἶχε ὑπερασπιστὴ τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης
ἀνάγκης τὸν πλέον ἔξοχο ἐκπρόσωπό του, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ὁ
Ἅγιος ἀνέλαβε τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ πρωτοστάτησε
στὴν διὰ ἐκκλησιαστικοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου ἐπίλυσι τῆς διαφορᾶς. Ὁ
ἀγώνας δὲν ἦταν προσωπικὸς ἤ καιρικός. Ἡ Πίστις ἔπρεπε νὰ ὁριοθετηθῆ καὶ
νὰ διασφαλισθῆ ἀπὸ κάθε παρόμοια μελλοντικὴ ἐπίθεσι, καὶ ὁ τρόπος ἦταν ὁ
γνωστὸς καὶ καθιερωμένος στὴν Ἐκκλησία: διὰ Συνόδου Ἐκκλησιαστικῆς.
5. Ἡ ἀναγκαιότης Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ἐκκλησία,
θεωρεῖ ὡς ἀνώτερο κριτήριο ἐκκλησιαστικότητος τὴν Μεγάλη Σύνοδο καὶ
μάλιστα τὴν Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ σοβαρὰ προβλήματα
Πίστεως καὶ Τάξεως στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ὅταν ἡ σωτηρία διακυβεύεται.
Ἀσχολεῖται δηλαδὴ μὲ ζωτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἄμεσα στὴν ἐν
Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων9.
Στὴν
προκειμένη περίπτωσι, ἐφ’ ὅσον μέσῳ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐν συνεχείᾳ τῶν
ὑποστηρικτῶν καὶ συνεχιστῶν του Ἀκινδύνου καὶ Γρηγορᾶ εἴχαμε σύγκρουσι
Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως10,
μὲ τὴν ἀπόπειρα μεταφορᾶς τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς ἀλλοτριώσεως στὴν
Ἀνατολή, τὸ καίριο τοῦτο πρόβλημα ἔχρηζε Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως καὶ
μάλιστα διευρυμένης.
Τὸ
κύριο θέμα ἦταν δογματικὸ καὶ ἀφοροῦσε ἄμεσα στὴν σωτηρία. Ὅπως οἱ
παλαιοὶ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μία χιλιετία νωρίτερα πρέσβευαν ὅτι ὁ Λόγος
τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἔτσι καὶ ὁ Βαρλαὰμ δίδασκε ὅτι ἡ Ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ εἶναι κτιστή11.
Τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς περί Θελήσεων καὶ Ἐνεργειῶν στὸν
Χριστὸ διδασκαλίας τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη Φύσι
στὸν Χριστὸ εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια κτιστή, ἔτσι καὶ ἡ θεία Φύσι Του
εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια Ἄκτιστη.
6. Ἡ πρώτη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1341