Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Κριτήρια ἐκλογῆς τῶν ἀποστόλων
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί
μου, ἐπρόκειτο νὰ διαλέξῃ τοὺς ἀποστόλους του, ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴ
σταύρωσι καὶ τὴν ἀνάληψί του θὰ συνέχιζαν τὸ ἔργο του.
Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν κάτι εὔκολο. Ἦταν τὸ δυσκολώτερο στὸν κόσμο. Γιατὶ τί ἐκαλοῦντο νὰ κάνουν οἱ ἀπόστολοι· νὰ πάρουν ἕνα βράχο, νὰ τὸν σπάσουν, νὰ τὸν λειώσουν, νὰ τὸν κάνουν καστανόχωμα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ σπείρουν σπόρο γιὰ νὰ φυτρώσῃ ἕνα ὡραῖο λουλούδι. Τὸ ἔργο τους ἦταν· νὰ πάρουν τὸ λύκο καὶ νὰ τὸν κάνουν ἀρνί, νὰ πάρουν τὸ γεράκι ἢ τὸν κόρακα καὶ νὰ τὸν κάνουν περιστέρι· νὰ πάρουν δηλαδὴ ἕνα φιλάργυρο καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐλεήμονα, νὰ πάρουν ἕναν ἀκρατῆ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐγκρατῆ, νὰ πάρουν μία πόρνη καὶ νὰ τὴν κάνουν ἄγγελο, νὰ πάρουν ἕναν ἐριστικὸ καὶ φιλέκδικο καὶ νὰ τὸν κάνουν πρᾶο καὶ συγχωρητικό.
Ὑπάρχει ἔργο πιὸ δύσκολο ἀπ᾽ αὐτό; Σ᾽ αὐτὸ λοιπὸν καλοῦσε συνεργάτες ὁ Χριστός, καὶ ἔπρεπε νὰ βρῇ τοὺς καλύτερους. Καὶ ποιούς βρῆκε; Πῆρε σοφούς, μεγάλους καὶ ἰσχυροὺς τῆς γῆς; Ὄχι. Διάλεξε ταπεινοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία. Βλέπουμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι διάλεξε τέσσερις ψαρᾶδες· τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, δὲν εἶχαν κανένα κοινωνικὸ μεγαλεῖο, πλούτη, μέγαρα, κτήματα, σπουδές.
Γιατί ἆραγε δὲν διάλεξε σοφούς, στρατηγούς, μεγάλους καὶ τρανούς, ἀλλὰ διάλεξε τὰ πλέον περιφρονημένα στοιχεῖα;
Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν κάτι εὔκολο. Ἦταν τὸ δυσκολώτερο στὸν κόσμο. Γιατὶ τί ἐκαλοῦντο νὰ κάνουν οἱ ἀπόστολοι· νὰ πάρουν ἕνα βράχο, νὰ τὸν σπάσουν, νὰ τὸν λειώσουν, νὰ τὸν κάνουν καστανόχωμα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ σπείρουν σπόρο γιὰ νὰ φυτρώσῃ ἕνα ὡραῖο λουλούδι. Τὸ ἔργο τους ἦταν· νὰ πάρουν τὸ λύκο καὶ νὰ τὸν κάνουν ἀρνί, νὰ πάρουν τὸ γεράκι ἢ τὸν κόρακα καὶ νὰ τὸν κάνουν περιστέρι· νὰ πάρουν δηλαδὴ ἕνα φιλάργυρο καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐλεήμονα, νὰ πάρουν ἕναν ἀκρατῆ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐγκρατῆ, νὰ πάρουν μία πόρνη καὶ νὰ τὴν κάνουν ἄγγελο, νὰ πάρουν ἕναν ἐριστικὸ καὶ φιλέκδικο καὶ νὰ τὸν κάνουν πρᾶο καὶ συγχωρητικό.
Ὑπάρχει ἔργο πιὸ δύσκολο ἀπ᾽ αὐτό; Σ᾽ αὐτὸ λοιπὸν καλοῦσε συνεργάτες ὁ Χριστός, καὶ ἔπρεπε νὰ βρῇ τοὺς καλύτερους. Καὶ ποιούς βρῆκε; Πῆρε σοφούς, μεγάλους καὶ ἰσχυροὺς τῆς γῆς; Ὄχι. Διάλεξε ταπεινοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία. Βλέπουμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο, ὅτι διάλεξε τέσσερις ψαρᾶδες· τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι, δὲν εἶχαν κανένα κοινωνικὸ μεγαλεῖο, πλούτη, μέγαρα, κτήματα, σπουδές.
Γιατί ἆραγε δὲν διάλεξε σοφούς, στρατηγούς, μεγάλους καὶ τρανούς, ἀλλὰ διάλεξε τὰ πλέον περιφρονημένα στοιχεῖα;
Διότι σ᾽ αὐτοὺς βρῆκε κάτι ποὺ ἄξιζε
περισσότερο. Κάτω ἀπὸ τὴ φτωχική τους ἐμφάνισι ἔκρυβαν ἕνα μεγαλεῖο
ψυχικό, ποὺ δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἀλλοῦ. Αὐτὸ ζητάει ὁ Χριστός.
Δηλαδή, τί μεγαλεῖο εἶχαν αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες;
Δηλαδή, τί μεγαλεῖο εἶχαν αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες;
* * *
Ἂς σκεφθοῦμε πρῶτα – πρῶτα, ποῦ τοὺς
βρῆκε ὁ Χριστός; Ὅταν τοὺς κάλεσε καὶ εἶπε «Ἐλᾶτε κοντά μου, γιὰ νὰ
σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,20), ποῦ ἦταν; ἔχει σημασία αὐτό.
Μήπως τοὺς βρῆκε νὰ κάθωνται τεμπέληδες στὸ σπίτι ἢ κάπου ἀλλοῦ καὶ
νὰ κουτσομπολεύουν τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο; μήπως τοὺς βρῆκε σὲ καμμιὰ
ταβέρνα νὰ κουτσοπίνουνε; μήπως τοὺς βρῆκε σὲ κανένα χαρτοπαίγνιο ἢ νὰ
παίζουν τὰ ζάρια; μήπως τοὺς βρῆκε σὲ κανένα στάδιο νὰ παρακολουθοῦν
βάρβαρα ἀγωνίσματα; μήπως τοὺς βρῆκε στὸ χρηματιστήριο ἢ ἐκεῖ ποὺ
μαζεύονται οἱ ἔμποροι καὶ κυνηγοῦν τὸ κέρδος; Ὄχι. Τοὺς βρῆκε πάνω στὴ
δουλειά. Καὶ τί δουλειά· σκληρή. Ὅσοι εἶνε ἀπὸ νησιὰ ἢ παραθαλάσσια
μέρη ξέρουν τί κόπο ἔχει ὁ ψαρᾶς. Τοὺς βρῆκε τὴν ὥρα ποὺ ἔρριχναν τὰ
δίχτυα, ποὺ τὰ μάζευαν καὶ τὰ τακτοποιοῦσαν, γιὰ νὰ βγῇ τὸ μεροκάματο.
Τί μᾶς λέει αὐτό; ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκτιμᾷ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἐργάζεται (βλ. Γέν. 3,15,23)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ τοῦ εἶπε, νὰ ἐργάζεται ἕξι ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα (βλ. Ἔξ. 20,9-11. Δευτ. 5,12-14)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε τὴν ἐργασία ὡς θεσμὸ στὴ ζωή. Διότι, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐργασία εἶνε προσευχή. Ὅταν κάποιος ἐργάζεται τίμια καὶ εἰλικρινά, γιὰ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμὶ τῆς οἰκογενείας του, τὴν ὥρα ἐκείνη εἶνε σὰν τὸν καλόγερο· ὅπως ὁ καλόγερος κάνει μετάνοιες καὶ κομποσχοίνι, ἔτσι καὶ ὁ ἐργαζόμενος κοπιάζει καὶ ἁγιάζει τὸν ἑαυτό του ἐπάνω στὴν ἐκτέλεσι τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Τὸ ἐργάζεσθαι εἶνε προσεύχεσθαι· γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἄλλωστε νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σαπίζει, καὶ ἀλέτρι ποὺ δὲν σκάβει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία σαπίζει πνευματικὰ καὶ σκουριάζει σωματικά.
⃝ Οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί· τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι εἶχαν καὶ κάτι ἄλλο· εἶχαν φιλαδελφία, ἀδελφοσύνη. Δὲν ἦταν ὁ Πέτρος μόνος του, εἶχε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἀνδρέα· καὶ δὲν ἦταν ὁ Ἰωάννης μόνος του, εἶχε μαζί του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἰάκωβο. Ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα, ταιριασμένα. Καὶ ἔτσι τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός.
Μεγάλο πρᾶμα στὴ ζωὴ νὰ ὑπάρχουν ἀδέρφια ἀγαπημένα. Διότι, ὅπως λέει ἕνα ῥητό, «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά» (Παρ. 18,19)· εἶνε σὰν κάστρο ἄπαρτο.
Πρέπει νὰ ἀγαπιοῦνται τὰ ἀδέρφια. Γιατὶ ἀπὸ μιὰ μάνα κι ἀπὸ ἕνα πατέρα γεννήθηκαν, μέσ᾽ στὸ ἴδιο σπίτι ἀνατράφηκαν, τὴν ἴδια γλῶσσα μιλᾶνε, τὶς ἴδιες συνήθειες ἔχουν.
Κι ὅμως σήμερα ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη σπανίζει· σπάνιο πρᾶγμα νὰ δῇς ἀδέρφια νὰ ἀγαπιῶνται. Τί τοὺς χωρίζει; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τ᾽ ἀδέρφια ἦταν ἀγαπημένα ὣς τὸ θάνατο. Τώρα εἶνε ἐποχὴ σατανική, τῶν τριάκοντα ἀργυρίων, καὶ τοὺς χωρίζει τὸ συμφέρον. Γιὰ ἕνα οἰκόπεδο, λίγες πῆχες χῶμα, μπορεῖ νὰ φτάσουν μέχρι Ἄρειο Πάγο. Καὶ ὅπως λέει ὁ κόσμος, –Ποιός σοῦ ᾽βγαλε τὸ μάτι κ᾽ εἶνε βγαλμένο τόσο βαθειά; –Ὁ ἀδερφός μου. Εἶνε μιὰ ἐποχὴ Κάιν· ὅπως ὁ Κάιν μισοῦσε τὸν Ἄβελ τὸν ἀδελφό του, ἔτσι σήμερα παιδιὰ ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἴδια κοιλιὰ μισοῦνται σὰν νά ᾽νε ἐχθροί. Φτάνει κανεὶς σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ λέει, Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχα ἀδέρφια, νά ᾽μουν ὁλομόναχος στὸν κόσμο.
⃝ Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες γιὰ μαθητάς του· ἦταν φτωχαδάκια ἐργατικά, εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους· ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶχαν μαζί τους στὸ ψαροκάικο – ποιόν; τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο. Ὁ Ζεβεδαῖος βέβαια ἦταν πιὰ γέρος, δὲν μποροῦσε νὰ δουλεύῃ ὅπως πρῶτα, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ χαίρονταν νὰ εἶνε μαζί τους, νὰ ἔχουν τὴ συντροφιά, τὴ συμβουλή, τὴν εὐχή του.
Μιὰ παροιμία λέει· Πάρε, παιδί μου, τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν σου, καὶ τότε χῶμα θὰ πιάνῃς – μάλαμα θὰ γίνεται. Κ᾽ εἶνε ψέμα; Ἄντε νὰ ρωτήσῃς στὸ Μοριά, στὴ Μακεδονία, στὴν Ἤπειρο· θὰ δῇς φτωχαδάκια, ποὺ ἔφυγαν ξυπόλητα ἀπ᾽ τὸ χωριό τους, ταξίδεψαν μακριά, Αὐστραλία Ἀμερική, μὲ μόνο ἐφόδιο μαζί τους τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας, ποὺ γονάτιζε στὰ εἰκονίσματα· καὶ μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴ χῶμα ἔπιαναν στὸν ξένο τόπο καὶ μάλαμα γινόταν. Ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι. Καὶ μᾶς διδάσκουν, νὰ εἴμαστε φιλόστοργοι στοὺς γονεῖς.
Τί μᾶς λέει αὐτό; ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκτιμᾷ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἐργάζεται (βλ. Γέν. 3,15,23)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ τοῦ εἶπε, νὰ ἐργάζεται ἕξι ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα (βλ. Ἔξ. 20,9-11. Δευτ. 5,12-14)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε τὴν ἐργασία ὡς θεσμὸ στὴ ζωή. Διότι, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐργασία εἶνε προσευχή. Ὅταν κάποιος ἐργάζεται τίμια καὶ εἰλικρινά, γιὰ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμὶ τῆς οἰκογενείας του, τὴν ὥρα ἐκείνη εἶνε σὰν τὸν καλόγερο· ὅπως ὁ καλόγερος κάνει μετάνοιες καὶ κομποσχοίνι, ἔτσι καὶ ὁ ἐργαζόμενος κοπιάζει καὶ ἁγιάζει τὸν ἑαυτό του ἐπάνω στὴν ἐκτέλεσι τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Τὸ ἐργάζεσθαι εἶνε προσεύχεσθαι· γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἄλλωστε νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σαπίζει, καὶ ἀλέτρι ποὺ δὲν σκάβει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία σαπίζει πνευματικὰ καὶ σκουριάζει σωματικά.
⃝ Οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί· τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι εἶχαν καὶ κάτι ἄλλο· εἶχαν φιλαδελφία, ἀδελφοσύνη. Δὲν ἦταν ὁ Πέτρος μόνος του, εἶχε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἀνδρέα· καὶ δὲν ἦταν ὁ Ἰωάννης μόνος του, εἶχε μαζί του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἰάκωβο. Ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα, ταιριασμένα. Καὶ ἔτσι τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός.
Μεγάλο πρᾶμα στὴ ζωὴ νὰ ὑπάρχουν ἀδέρφια ἀγαπημένα. Διότι, ὅπως λέει ἕνα ῥητό, «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά» (Παρ. 18,19)· εἶνε σὰν κάστρο ἄπαρτο.
Πρέπει νὰ ἀγαπιοῦνται τὰ ἀδέρφια. Γιατὶ ἀπὸ μιὰ μάνα κι ἀπὸ ἕνα πατέρα γεννήθηκαν, μέσ᾽ στὸ ἴδιο σπίτι ἀνατράφηκαν, τὴν ἴδια γλῶσσα μιλᾶνε, τὶς ἴδιες συνήθειες ἔχουν.
Κι ὅμως σήμερα ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη σπανίζει· σπάνιο πρᾶγμα νὰ δῇς ἀδέρφια νὰ ἀγαπιῶνται. Τί τοὺς χωρίζει; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τ᾽ ἀδέρφια ἦταν ἀγαπημένα ὣς τὸ θάνατο. Τώρα εἶνε ἐποχὴ σατανική, τῶν τριάκοντα ἀργυρίων, καὶ τοὺς χωρίζει τὸ συμφέρον. Γιὰ ἕνα οἰκόπεδο, λίγες πῆχες χῶμα, μπορεῖ νὰ φτάσουν μέχρι Ἄρειο Πάγο. Καὶ ὅπως λέει ὁ κόσμος, –Ποιός σοῦ ᾽βγαλε τὸ μάτι κ᾽ εἶνε βγαλμένο τόσο βαθειά; –Ὁ ἀδερφός μου. Εἶνε μιὰ ἐποχὴ Κάιν· ὅπως ὁ Κάιν μισοῦσε τὸν Ἄβελ τὸν ἀδελφό του, ἔτσι σήμερα παιδιὰ ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἴδια κοιλιὰ μισοῦνται σὰν νά ᾽νε ἐχθροί. Φτάνει κανεὶς σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ λέει, Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχα ἀδέρφια, νά ᾽μουν ὁλομόναχος στὸν κόσμο.
⃝ Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες γιὰ μαθητάς του· ἦταν φτωχαδάκια ἐργατικά, εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους· ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶχαν μαζί τους στὸ ψαροκάικο – ποιόν; τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο. Ὁ Ζεβεδαῖος βέβαια ἦταν πιὰ γέρος, δὲν μποροῦσε νὰ δουλεύῃ ὅπως πρῶτα, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ χαίρονταν νὰ εἶνε μαζί τους, νὰ ἔχουν τὴ συντροφιά, τὴ συμβουλή, τὴν εὐχή του.
Μιὰ παροιμία λέει· Πάρε, παιδί μου, τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν σου, καὶ τότε χῶμα θὰ πιάνῃς – μάλαμα θὰ γίνεται. Κ᾽ εἶνε ψέμα; Ἄντε νὰ ρωτήσῃς στὸ Μοριά, στὴ Μακεδονία, στὴν Ἤπειρο· θὰ δῇς φτωχαδάκια, ποὺ ἔφυγαν ξυπόλητα ἀπ᾽ τὸ χωριό τους, ταξίδεψαν μακριά, Αὐστραλία Ἀμερική, μὲ μόνο ἐφόδιο μαζί τους τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας, ποὺ γονάτιζε στὰ εἰκονίσματα· καὶ μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴ χῶμα ἔπιαναν στὸν ξένο τόπο καὶ μάλαμα γινόταν. Ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι. Καὶ μᾶς διδάσκουν, νὰ εἴμαστε φιλόστοργοι στοὺς γονεῖς.