Σάββατο 4 Ιουλίου 2009







Είναι αδύνατη

η ζητούμενη ένωση





Γ΄



ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ


Οι διαφορές ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Παπισμό είναι πολλές και μεγάλες, παλαιές και νεότερες και αφορούν τόσο σε δογματικά ζητήματα όσο και σε θέματα εκκλησιολογίας και εκκλησιαστικής εμπειρίας, λατρείας, τέχνης και γενικότερα αντιλήψεων και βιοθεωρίας. Επιχειρείται εδώ μια συνοπτική παρουσίαση μέσα από τα κείμενα του Ευαγγελίου, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, των Αγίων Πατέρων, καθώς και σύγχρονων μεγάλων θεολογικών μορφών των διαφόρων κακοδοξιών του Παπισμού.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Η Ορθόδοξη Λατινική Εκκλησία της Δύσης, στην παλαιά Ρώμη, είχε πάντοτε κοινωνία με την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία της Ανατολής κατά την 1η χιλιετία της ιστορίας της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, χωρίς να λείψουν βέβαια ποτέ τα μικροπροβλήματα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το καταλυτικό γεγονός που ανέτρεψε την εν πολλοίς αρμονική κοινωνία Ανατολής και Δύσης είναι η κατάληψη της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους κατά τη διάρκεια του 5ου και 6ου αιώνα, όταν η Δύση ζει τον καταιγισμό των βαρβαρικών επιδρομών που μετέβαλαν ριζικά τα πολιτιστικά και θρησκευτικά δεδομένα της.

Οι Φράγκοι, λαός πρωτόγονος και απολίτιστος την εποχή εκείνη, από την πρώτη στιγμή του εκχριστιανισμού τους, εξέλαβαν και αφομοίωσαν με λανθασμένο τρόπο την χριστιανική διδασκαλία. Η Τριαδολογία και η Χριστολογία τους υπήρξε ανέκαθεν προβληματική, καθώς οι αντιλήψεις τους για την Αγία Τριάδα ήταν έντονα επηρεασμένες από τον αρειανισμό. Στη φράγκικη σύνοδο του Τολέδο του 589, παρά τη φαινομενική καταδίκη του αρειανισμού, υιοθετούν μια άλλη μορφή λανθασμένης Τριαδολογίας, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, την οποίαν αργότερα προσέθεσαν και στο Σύμβολο της Πίστης.

Τον 8ο αιώνα, ο βασιλιάς των Φράγκων Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) υποτάσσει τους άλλους λαούς και τους ηγεμόνες της Ευρώπης και συγκροτεί την ενιαία δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός προσανατολισμός της νέας δυτικής αυτοκρατορίας έχει έντονο το στίγμα της διαφοροποίησης και της αντίθεσης προς την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτή η αντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρόνησης και χλευασμού των Ρωμαίων της Ανατολής, που ήδη είχαν αρχίσει να αποκαλούνται υποτιμητικά από τους Φράγκους «αιρετικοί» και «Γραικοί» (=κλέφτες). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα συναντούμε επανειλημμένα στη Δύση συγγράμματα με τον τίτλο: «Contres errores Graecorum» (Ενάντια στις πλάνες των Γραικών). Ο πολιτισμός και η Ορθόδοξη Πίστη των Ελλήνων ήταν για τους απολίτιστους Φράγκους μέγεθος ακατανόητο και ασύλληπτο, αλλά και ταυτόχρονα απλησίαστο και ανέφικτο και για το λόγο αυτό προτίμησαν να το προβάλουν ως πλάνη και αίρεση!
Από τον 9ο αιώνα οι Φράγκοι, αφού εκδίωξαν τους Ρωμαίους Ορθόδοξους Επισκόπους, διόρισαν δικούς τους Επισκόπους και ηγουμένους, αρχικά στη Γαλλία. Κατόπιν κατέλαβαν δια της βίας το Ορθόδοξο Λατινικό Πατριαρχείο της Ρώμης και από το 1009 έως το 1046 αντικατέστησαν τους Ορθόδοξους Πάπες της Ρώμης με Φραγκο-Λατίνους, ιδρύοντας ουσιαστικά τον σημερινό Παπισμό. Επομένως, το λεγόμενο Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης δεν έγινε μεταξύ ανατολικών και Δυτικών Ορθοδόξων Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Ορθοδόξων Ρωμαίων της Ανατολής (Πατριαρχείο Κων/πόλεως) και των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ορθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχείο Ρώμης).

Με την εκφράγκευση του Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Ρώμης εισάγονται σ’ αυτό οι κακοδοξίες και ο ανθελληνισμός των Φράγκων, στοιχεία που δεν έπαψαν έκτοτε να συνιστούν τα κύρια γνωρίσματα και την πεμπτουσία του Παπισμού.

ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ

1. - Εκκλησία και Παπισμός
Εσφαλμένα μερικοί ομιλούν για Καθολική Εκκλησία, γιατί ο όρος καθολικός, που ταυτίζεται με το ορθόδοξος, ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς επίσης ο όρος Εκκλησία δεν αρμόζει στο Κράτος του Βατικανού. Ο Παπισμός βρίσκεται εκτός της Εκκλησίας, και αυτό φαίνεται από δύο Συνόδους, που για μας τους Ορθοδόξους θεωρούνται Οικουμενικές, στις οποίες γίνεται λόγος για το Filioque και τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία ήταν παρόντες και οι εκπρόσωποι του ορθοδόξου τότε Πάπα της Ρώμης, καταδικάσθηκαν οι Φράγκοι Επίσκοποι, οι οποίοι είχαν προσθέσει στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, γιατί μια τέτοια προσθήκη «κατά γνώσιν εισάγει των ακαταγνώστων και ύβριν των πατέρων αναπολόγητον», γι’ αυτό και λέγεται ότι «ει μεν των ιερωμένων είη τις παντελεί καθαιρέσει τούτον καθυποβάλλομεν, ει δε των λαϊκών, τω αναθέματι παραπέμπομεν» (όρος πίστεως Η΄ Οικουμενικής Συνόδου). Βέβαια, αυτή η ίδια καταδίκη ισχύει και για τους Πάπες της Ρώμης, από τότε που ο πρώτος Φράγκος Πάπας (Σέργιος Δ΄) κατέλαβε τον θρόνο της Ρώμης και εισήγαγε το Filioque στην ενθρονιστήρια επιστολή του (το 1009) και ο Βενέδικτος Η' το εισήγαγε επισήμως στο Σύμβολο της Πίστεως που αναγιγνωσκόταν στην θεία Λειτουργία (το 1014). Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» λέγεται ότι όσοι αποξενώνουν «αυτόν τε τον Θεόν Λόγον και το ομοούσιον και ομόδοξον τούτου Παράκλητον Πνεύμα της θεοπρεπούς ομοτιμίας τε και αξίας, ανάθεμα».
Στη Σύνοδο του 1341 επί του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και μάλιστα στον Συνοδικό Τόμο λέγεται, ότι όσοι δέχονται ότι οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές και ιδιαιτέρως όσοι δέχονται ότι το Φώς της θεότητος είναι κτιστό, όπως υπεστήριζε ο σχολαστικός Βαρλαάμ ο Καλαβρός και, βεβαίως, αυτό αποτελεί βασικό δόγμα του Παπισμού, όπως φαίνεται στα έργα του Θωμά του Ακινάτη, βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας. Γράφεται ότι εάν κάποιος ισχυρίζεται τέτοιες απόψεις και δεν μετανοήσει «αποκήρυκτος έσται και αποτετμημένος της αγίας του Χριστού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και του ορθοδόξου των Χριστιανών συστήματος».
Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναθεματίζονται όσοι δέχονται την περί ιδεών διδασκαλία του Πλάτωνα, δηλαδή την μεταφυσική και την οντολογία και τις απόψεις της Analogia Entis, ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κόσμου, και Analogia Fidei, ότι υπάρχει ομοιότητα μεταξύ του Θεού και της Αγίας Γραφής, καθώς επίσης αναθεματίζονται και όσοι δεν δέχονται τα δόγματα με πίστη καθαρά και απλή και ολόψυχη καρδία «αλλά πειρωμένοις αποδείξεσι και λόγοις σοφιστικοίς», δηλαδή εισάγουν την σχολαστική μέθοδο γνώσεως του Θεού. Αναλύοντας περισσότερο το θέμα αυτό μπορούμε να αναφερθούμε στο ότι δύο μεγάλοι θεολόγοι και πατέρες του Παπισμού είναι ο Άνσελμος Καντερβουρίας και ο Θωμάς Ακινάτης, των οποίων την διδασκαλία αποδέχεται η Παπική θεολογία και η πρακτική του Παπισμού.
Ο Άνσελμος Καντερβουρίας επεξεργάσθηκε και εισήγαγε το θεολογικό δόγμα περί της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, ότι δηλαδή η αμαρτία του Αδάμ προσέβαλε την δικαιοσύνη του Θεού και ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη και επανέφερε την τάξη στην δημιουργία. Πρόκειται για αλλοίωση της αλήθειας περί του Θεού, αφού παρουσιάζεται ο Θεός με τα ιδιώματα του εμπαθούς ανθρώπου, ο οποίος προσβάλλεται και θίγεται, αλλά και για αλλοίωση του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως και της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Βέβαια, η θεολογία περί της εξιλεώσεως της θείας δικαιοσύνης υιοθετεί το φεουδαλιστικό σύστημα με όλες τις θεολογικές και κοινωνικές συνέπειες.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης που είναι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του σχολαστικισμού προσπάθησε να συνδυάσει τις θεωρίες του Αυγουστίνου με τον Αριστοτέλη. Εκτός των άλλων, ταυτίζει την άκτιστη ενέργεια του Θεού με την άκτιστη ουσία Του, αφού ομιλεί για το λεγόμενο actus purus, και εισάγει την εσφαλμένη άποψη περί κτιστών ενεργειών στον Θεό, παρουσιάζει έναν ευδαίμονα Θεό που είναι στην πραγματικότητα απρόσιτος, άγνωστος, απρόσωπος και, βεβαίως, διδάσκει ότι ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με τις κτιστές ενέργειες του Θεού. Δηλαδή, η αγάπη, η θεία Χάρη, η ειρήνη του Θεού είναι κτιστές ενέργειες του Θεού. Από την άποψη αυτή προέρχεται η διδασκαλία ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού (Filioque), το καθαρτήριο πυρ, το αλάθητο κλπ. Οι θεωρίες αυτές καταδικάσθηκαν από την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο και από την Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που θεωρείται ως Θ' Οικουμενική Σύνοδος, όπως παρουσιάζεται στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας». Επίσης αναθεματίζονται όσοι δεν ομολογούν ότι υπάρχει «ουσίαν τε επί Θεού και ουσιώδη φυσικήν ενέργειαν». Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει: «Οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί· και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί». Το ίδιο λέγει και ο άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λυώνος: οι «εκτός της αληθείας» ευρίσκονται αυτομάτως «εκτός της Εκκλησίας», γιατί όσοι δεν δέχονται την παράδοση των Αποστόλων και την πίστη της Εκκλησίας τους θεωρούμε, κατά τον άγιο Ειρηναίο, «ως αιρετικούς και κακογνώμονας (κακοδόξους), ή ως σχίζοντας (την Εκκλησίαν) και υπερηφάνους και αυθάδεις».


2.- Αποστολική διαδοχή και Παπισμός

Επειδή εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχουν μυστήρια, γι’ αυτό και οι Κληρικοί των Παπικών και αυτός ο Πάπας, για μας τους Ορθοδόξους, δεν έχουν ιεροσύνη, δηλαδή έχει διακοπεί σε αυτούς η Αποστολική Διαδοχή. Αυτό, βέβαια, μπορεί να ακούγεται λίγο παράξενα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, βάσει της Ορθοδόξου Θεολογίας.
Η αποστολική διαδοχή δεν είναι απλώς μια σειρά χειροτονιών, αλλά συγχρόνως και μετοχή στην αποκαλυπτική αλήθεια. Όταν μια Εκκλησία αποκόπτεται από τον κορμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγω δογματικών διαφορών, αυτό σημαίνει ότι υπολείπεται και στο μυστήριο της ιεροσύνης. Δηλαδή, όταν χάνεται η αποκαλυπτική αλήθεια και υιοθετούνται αιρετικές απόψεις, αυτό έχει συνέπειες και στην αποστολική διαδοχή. Διότι οι άγιοι Απόστολοι μετέδιδαν το χάρισμα της ιεροσύνης, αλλά ταυτόχρονα παρέδιδαν, δια της αναγεννήσεως, και όλη την αποκαλυπτική παράδοση. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την διδασκαλία του αγίου Ειρηναίου Επισκόπου Λυώνος, στην οποία φαίνεται καθαρά ότι η Εκκλησία συνδέεται στενότατα με την Ορθοδοξία και την θεία Ευχαριστία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όταν χάνεται η Ορθόδοξη πίστη, τότε δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία ούτε και θεία Ευχαριστία. Οπότε ο Κληρικός που χάνει την ορθόδοξη πίστη αποκόπτεται από την Εκκλησία και, βεβαίως, τότε δεν υφίσταται και η αποστολική παράδοση και αποστολική διαδοχή. Το ότι ο άγιος Ειρηναίος συνδέει την αποστολική διαδοχή όχι μόνον με την χειροτονία, αλλά και με την διατήρηση της αληθούς πίστεως, φαίνεται από ένα χωρίο: «Δια τούτο τοις εν τη Εκκλησία πρεσβυτέροις υπακούειν δει, τοις την διαδοχήν έχουσιν από των αποστόλων, καθώς επεδείξαμεν, τοις συν τη επισκοπική διαδοχή το χάρισμα της αληθείας ασφαλές, κατά την ευδοκίαν του Πατρός ειληφόσι».

Επειδή, λοιπόν, δεν υπάρχει ιεροσύνη στους Παπικούς, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν μυστήρια, και όσα τελούνται δεν είναι αγιαστικά μυστήρια. Εάν όμως, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ο Πάπας έχει ιεροσύνη, τότε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι έγκυρο και ο άρτος ο ευρισκόμενος στην Αγία Τράπεζα είναι ο Χριστός, οπότε περιπίπτουν σε δύο σφάλματα ή να κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, παραβαίνοντας πληθώρα ιερών Κανόνων ή να αποστρέφονται τον Ίδιο τον Χριστό, ευρισκόμενον κατ’ αυτούς πάνω στην Αγία Τράπεζα.

Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε στην εποχή του διάφορα προβλήματα για το πώς θα δέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία στους κόλπους της τους αιρετικούς. Αφού κάνει την διάκριση μεταξύ αιρέσεως, σχίσματος και παρασυναγωγής, αναφερόμενος στους αιρετικούς που έχουν αποκλίνει, όπως λέγει ο Γεννάδιος Σχολάριος, «κατ’ ευθείαν ή πλαγίως», «περί τι των άρθρων της πίστεως», γράφει ότι «οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την Χάριν του Αγίου Πνεύματος αφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν». Δηλαδή, όσοι απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία, λόγω διαφοράς πίστεως, έχασαν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορούν να την μεταδώσουν, γιατί διακόπηκε η αποστολική διαδοχή.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: «Καθώς εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις· τοιουτοτρόπως και αυτοί αφ’ ου μίαν φοράν εσχίσθηκαν παρευθύς και την πνευματικήν χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως».

Επομένως, εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ενεργούν μυστήρια, ούτε υπάρχει ιεροσύνη, ούτε γίνεται αληθής θεία Λειτουργία. Σε αυτό το σημείο στηρίζονται και όλοι οι ιεροί Κανόνες για την απαγόρευση της συμπροσευχής με αιρετικούς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τηρεί αυτήν την αρχή στην πράξη και αυτό φαίνεται από το εξής απλό γεγονός. Όταν ένας Παπικός «Ιερέας» ή «Επίσκοπος» θέλει να γίνει Ορθόδοξος, δεν δεχόμαστε την «ιεροσύνη» που είχε, αλλά τον ξαναχειροτονούμε. Ακόμη δε αυτό γίνεται και με τους σχισματικούς, με τους οποίους δεν έχουμε διαφορά στο δόγμα, αλλά διαφορά «σε κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα». Και σε αυτούς η Εκκλησία δεν δέχεται την «ιεροσύνη» τους, όταν έρχονται στην Εκκλησία, αλλά τους ξαναχειροτονεί, όπως έκανε πρόσφατα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επειδή πάσχει η κανονικότητα της Αρχιεροσύνης των «Αρχιερέων» που τους χειροτόνησαν. Αυτό σημαίνει ότι εάν ο Πάπας μετανοήσει και θελήσει να γίνει Ορθόδοξος, τότε, επανερχόμενος στην Εκκλησία, πρέπει να ξαναχειροτονηθεί, αφού κατά τον Αριστηνό «αιρετικός, ο κατά την πίστιν αλλότριος· ο δε κατά τι ιάσιμον ζήτημα, σχισματικός».
Αυτή είναι η βασική εκκλησιολογική θέση όπως την εκφράζει ο Μ. Βασίλειος και η όλη πρακτική της Εκκλησίας. Εφ’ όσον δεν δεχόμαστε την «ιεροσύνη» των αιρετικών, δεν δεχόμαστε και τα αποτελέσματα που απορρέουν από την «ιεροσύνη» τους. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Πάπας δεν θεωρείται διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, έστω και αν στην σημαία του Βατικανού τίθενται τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών, με την παρερμηνεία που δίδουν οι Παπικοί στον σχετικό λόγο του Χριστού (Ματθ. 16. 13-20).

Γενικά, πρέπει να πούμε ότι το Βατικανό δεν είναι Εκκλησία, αλλά ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα, ευρισκόμενο εκτός της Εκκλησίας, και ο Πάπας, καθώς και όλοι οι «Κληρικοί» του Βατικανού δεν είναι διάδοχοι των Αποστόλων, δεν έχουν αποστολική παράδοση και διαδοχή. Επομένως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι και Ρωμαίοι - Ρωμηοί, δηλαδή απόγονοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και Καθολικοί, δηλαδή Ορθόδοξοι, διότι ο όρος Καθολικός δηλώνει το καθ’ όλου, το Ορθόδοξο.
Οι Παπικοί είναι Φραγκολατίνοι, μετά την κατάληψη του θρόνου της Ρώμης από τους Φράγκους, καθώς επίσης και αιρετικοί.
Σε καιρό συγχύσεως, όπως η εποχή μας, πρέπει να είμαστε ομολογητές της Πίστης, μάρτυρες της αληθείας και ποιμένες που θα ποιμαίνουμε τον λαό του Θεού με κριτήρια και προϋποθέσεις εκκλησιολογικές, οι οποίες μόνο τότε οδηγούν στην σωτηρία.

3.- Παπική εξουσία

Πως μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την εξουσία του Πάπα; Δηλ. είναι εκκλησιαστικός ή πολιτικός ηγέτης; Κατ’ αρχάς, είναι γνωστόν ότι ο Πάπας είναι ο επικεφαλής όλης της «Καθολικής Εκκλησίας». Όμως δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε εκκλησιαστικό ηγέτη, ακριβώς γιατί με την αίρεση του Filioque και την αίρεση περί κτιστής Χάριτος του Θεού, έχει απομακρυνθεί από την Εκκλησία, μετά από τις αποφάσεις της Η΄ και Θ΄ Οικουμενικές Συνόδους. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να ονομασθεί εκκλησιαστικός ηγέτης, αλλά θρησκευτικός ή Χριστιανικός, από την άποψη ότι ηγείται μιας μεγάλης χριστιανικής ομάδας - ομολογίας. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο και αποδεκτό από όλους είναι ότι ο Πάπας είναι σαφώς πολιτικός ηγέτης, αφού προΐσταται του Κράτους του Βατικανού, που είναι το μικρότερο κράτος στον κόσμο.
Ο Πιπίνος ο Βραχύς, πατέρας του Καρλομάγνου, έδωσε στον Πάπα Στέφανο Γ΄, ως ανταμοιβή για την βοήθειά του να γίνει Βασιλέας των Φράγκων, το Δουκάτο της Ρώμης, το εξαρχάτο της Ραβέννας και την Πεντάπολη. Μάλιστα με δύο εκστρατείες (754 και 756) που έκανε εξεδίωξε από τα μέρη αυτά τους Λογγοβάρδους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδρύθηκε το παπικό κράτος. Στα νεότερα χρόνια, το 1929, το Βατικανό (περιφέρεια διαμέτρου πέντε χιλιομέτρων) και το Λατερανό (περιφέρεια διαμέτρου ενός περίπου χιλιομέτρου) αναγνωρίσθηκε από την Κυβέρνηση της Ιταλίας ως ανεξάρτητο παπικό Κράτος. Το ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ δικαιολόγησε την πράξη αυτή, του να είναι αρχηγός Κράτους, με την άποψη ότι «ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους».
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κοσμικό κράτος, για μια θεοκρατία, στην οποία διασώζονται τα απομεινάρια του φράγκικου φεουδαλισμού, που βασάνισε την Ευρώπη πολλούς αιώνες, με τραγικές επιπτώσεις στον κοινωνικό τομέα. Και ενώ μερικοί πολεμούν την φεουδαλιστική αντίληψη με την φασιστική νοοτροπία της και ενώ βδελύσσονται την θεοκρατία, εν τούτοις δέχονται την νοοτροπία του Βατικανού και το κοσμικό κράτος του. Και φυσικά επιθυμούν την επίσκεψη του Πάπα ως αρχηγού Κράτους. Όμως ο Πάπας δεν επιθυμεί να εμφανίζεται μόνον ως πολιτικός ηγέτης, αλλά κυρίως και ως θρησκευτικός.
Πάντως, πρέπει να προσέξουμε την σκέψη για την ίδρυση του Παπικού Κράτους, ότι ο Πάπας, επειδή είναι αντιπρόσωπος του Χριστού στην γη, δεν μπορεί να είναι υπήκοος σε κανένα άλλο επίγειο κοσμικό κράτος. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι ο κάθε Επίσκοπος δεν είναι αντιπρόσωπος του Χριστού, ωσάν ο Χριστός να έχει εκχωρήσει τα δικαιώματά του σε άλλους και Εκείνος κατοικεί στους ουρανούς, αλλά ότι είναι το μυστήριο της αισθητής παρουσίας του Χριστού στην γη. Επίσης, είναι φοβερή η σκέψη ότι, ενώ ο Χριστός υπήρξε κατ' άνθρωπον υπήκοος κάποιου κράτους, και μάλιστα δέχθηκε να απογραφεί και να τηρεί την σχετική νομοθεσία, και ενώ οι άγιοι Πατέρες υπήρξαν υπήκοοι σε κάποιο κράτος, πέρα του ότι είναι πολίτες της βασιλείας του Θεού, αφού δεν αρνούντο την εγκόσμια υπηκοότητά τους, εν τούτοις ο Πάπας δεν μπορεί να είναι υπήκοος κάποιου επιγείου κράτους! Πως λοιπόν, ορισμένοι δέχονται όλες αυτές τις συνέπειες αυτής της νοοτροπίας, ήτοι την θεοκρατία, τον φεουδαλισμό και την αλαζονεία ενός ανθρώπου;

4.- Βασικές διαφορές

Τα βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού αναφέρονται και καταγράφονται σε γενικές γραμμές παρακάτω, ενώ τα επί μέρους στοιχεία θα αναλυθούν σε ξεχωριστή ενότητα.

1. Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.

2. Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 καταδικάσαν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή καταδίκασε τότε και ο ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης Λέων Γ΄. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ορθοδόξου Πάπα της Ρώμης Ιωάννη Η΄, καταδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Όμως για πρώτη φορά ο Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ΄ το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος Η΄ εισήγαγε το πιστεύω με το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

3. Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθεί. Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, το καθαρτήριο πυρ, το πρωτείο του Πάπα κ.λπ.

4. Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στο Θεό, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι: - το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατέρα, να καταργείται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδας, να μειώνεται ο Υιός κατά την ιδιότητά Του να γεννά, εάν υπάρχει ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού, να υποτιμάται το Άγιο Πνεύμα ως μη ισοδύναμο και ομόδοξο με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, αφού παρουσιάζεται ωσεί «πρόσωπο στείρο».
- η χρησιμοποίηση άζυμου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός τέλεσε το μυστικό δείπνο. – ο καθαγιασμός των «τιμίων δώρων» που γίνεται όχι με την επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού «λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες...», – η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση, – η θεωρία περί της “περισσευούσης αξιομισθίας” του Χριστού και των αγίων που την διαχειρίζεται ο Πάπας, – ο χωρισμός και η διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, και θείας Ευχαριστίας, – η διδασκαλία περί της κληρονομήσεως της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος, – οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιεροσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον), – η μη μετάληψη των λαϊκών από το «Αίμα» του Χριστού, – το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι ο «episcopus episcoporum» και η πηγή της ιερατικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητη κεφαλή και ο Καθηγεμόνας της Εκκλησίας, «κυβερνώντας αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γης» (Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος, – η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις, – το αλάθητο του Πάπα, – το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η Μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα, – οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που επικράτησαν στον δυτικό χώρο. – η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας, – η διδασκαλία περί του απολύτου προορισμού, – η άποψη περί της ενιαίας μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισμάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.

5. Επίσης, η μεγάλη διαφοροποίηση, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην Δύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισμός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των μυστηρίων της πίστης με την λογική (Άνσελμος Καντερβουρίας, Θωμάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νου, για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού Βαρλαάμ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά.

6. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι, ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται». Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως «συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί να βγει ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχει κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: «θα ήταν πιο ακριβείς οι ΡΚαθολικοί αν εκφωνώντας το «Πιστεύω» έλεγαν: «καί εις έναν Πάπαν» παρά να λένε: «και εις μίαν..... Εκκλησίαν».
Επίσης, η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί. Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική «Εκκλησία», ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διιστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν μας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν μας δέχονται και ως αδελφές Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και εμάς μας θεωρούν θυγατέρες Εκκλησίες.

7. Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 754 από τον Πεπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου και στην εποχή μας αναγνωρίσθηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σημαντική η αιτιολογία της ανακηρύξεως του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ΄: «ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους». Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους, ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη στον κόσμο είναι δυο, το Βατικανό και το Ιράν.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216): «Αυτός που έχει τη νύμφη είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αυτή (η Εκκλησία) δε συνεζεύχθη με κενά τα χέρια, αλλά πρόσφερε σε μένα ασύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείο και την αφθονία αμφοτέρων..... Σαν σύμβολα των κοσμικών αγαθών μου έδωσε το Στέμμα, τη Μίτρα υπέρ της Ιεροσύνης, το Στέμμα για τη βασιλεία και με κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυμα και στο μηρό του οποίου γράφτηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων!».

Επομένως, υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας». Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται, ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώσει ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος - αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γη, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος να αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς!


Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ


Στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου του αιρετικού Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ




ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΣΧΗΜΙΕΣ ΤΟΥΣ

Θλιβερά οσφυοκαμψία
ή δουλοπρεπείας εγκώμιον


Το περιοδικό μας η 'ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ' ασχολήθηκε με το ζήτημα. Και έκανε εκτενέστατη κριτική.
Αφορά το βιβλίο του Ράτσιγκερ 'ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ, που, όπως γράψαμε και στα υπ' αριθμ.24, 25 και 26 φύλλα του περιοδικού μας, αποτελεί μία μοντέρνα έκδοσι της σύγχρονης κουλτούρας, με δόση γνωσιολογικής και θεολογικής αλαζονείας.
Τώρα, οι γνωστοί αθεράπευτα παποδουλόφρονες Γραικολατίνοι Καθηγητές και οι Φραγκολατίνοι, έσπευσαν να το παρουσιάσουν και να δημιουργήσουν "ντόρο". Ενα αιρετικό βιβλίο που ο πάπας των παπικών χρησιμοποιεί υπέρ των αιρετικών ιδεών του, μέχρι και αντίχριστες πηγές, όπως το διαβόητο ραβινικό Ταλμούδ !!!
Οποιοι από τους φίλους ή επισκέπτες μας θέλουν να δούν ολόκληρη την αναλυτική κριτική, να αναζητήσουν τα παραπανω τεύχη του περιοδικού μας.
Δήτε όμως και τις νέες ασχήμιες παπικών και φιλοπαπικών.


Ἐκπληκτική ὄντως συστράτευση!
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, δύο ἐπίσκοποι, τρεῖς καθηγητές Πανεπιστημίου, τό ἐπίσημο περιοδικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἕνας γνωστός ἐκδοτικός Οἶκος συνεργάστηκαν γιά νά προωθήσουν στούς ἕλληνες ἀναγνῶστες ἕνα θρησκευτικό βιβλίο.

Καί ἐκεῖ, στήν ἐπίσημη παρουσίαση ἀνάμεσα σέ ἄλλους καί ἕνας ὁρμαθός παπικῶν «ἐπισκόπων»,«ἀρχιεπισκόπων»,«ἀποστολικῶν νουντσίων» καί «ἀποστολικῶν βικαρίων».
Καί ποιό εἶναι τό ἐκδοτικό γεγονός;
Τό βιβλίο Ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Ναζαρέτ. Καί ὁ συγγραφεύς; Ὁ Πάπας Βενέδικτος..... .....

Ἀλλά πῶς καταδέχθηκε καθηγητής Πανεπιστημίου, ὁ κ. Δεσπότης, νά μεταφράσει παπικό ἔργο γιά διδαχθοῦμε-ἀπό τόν Πάπα παρακαλῶ! – ποιός εἶναι ὁ Χριστός; Πῶς καταδέχθηκε καί τόλμησε ὁ καθ. Εὐάγγελος Θεοδώρου νά εἰπεῖ στήν ὁμιλία παρουσιάσεως τοῦ βιβλίου ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «ἀνώτατος φύλαξ τῆς χριστιανικῆς πίστεως» (περ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ἰουλιος 2007 σ. 550), «οὐρανοβάμων θεολόγος καί προσγειωμένος ἐκκλησιαστικός ἡγέτης» (553) καί ὅτι τό ἔργο του εἶναι «νεοπατερική μίμησις ἔργων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου...Γρηγορίου Νύσσης καί Γρηγορίου Νανζιαζηνοῦ» (σ.551) ;
Πῶς καταδέχτηκε (Σημ. ημετ. "ο συρόμενος πίσω στον πάπα ηττοπαθής και δουλοπρεπής") Πατριάρχης μας, νά βάλει στό βιβλίο, ὡς κατακλεῖδα χαιρετιστήριο μήνυμα; (Σημ. ημετ."φθάνει στο σημείο να αποφεύγη να ονομάση τις ΑΙΡΕΣΕΙΣ ως αιρέσεις, αλλά τις ονομάζει, διαιρέσεις και διχογνωμίες)!!!

Χρειάζονται σχόλια;
Ναί, μερικά ὑπό μορφή ἐρωτημάτων.

Ὡς γνωστόν δημοσιεύθηκε στίς 10/7/07 στήν ἐπίσημη παπική ἱστοσελίδα Ἐγκύκλιος τοῦ Πάπα, ἡ ὁποία διακηρύττει καί πάλι ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἐλλειματική ἀφοῦ δέν ἀναγνωρίζει τό πρωτεῖο καί ἀλάθητο τοῦ Πάπα.
Μετά τήν Ἐγκύκλιο αὐτή τοῦ Πάπα, ἐπιμένει στήν παράλογη ἐξύμνηση τοῦ Πάπα ὁ κ. Καθηγητής;

Ὁ ἕτερος καθηγητής-μεταφραστής μετά τήν ἀνωτέρω Ἐγκύκλιο θεωρεῖ, ἔστω ἐκ τῶν ὑστέρων, ἐπωφελῆ τήν ἐνέργειά του νά μυήσει τό ἑλληνικό ἀναγνωστικό κοινό στίς ἰδέες ἑνός δεδηλωμένου ἐχθροῦ καί περιφρονητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας;

Καί ἄλλο ἐρώτημα: Γιατί τόση σέ ἔκταση καί περιεχόμενο ....ὀσφυοκαμψία;

Ὁ Ντοστογιέφσκυ λέγει ὅτι ὁ Πάπας ὑπέκυψε στόν τρίτο πειρασμό στόν ὁποῖο ὑπέβαλε τόν Χριστό ὁ Διάβολος («ταῦτα πάντα σοι δώσω ἐάν πεσών προσκυνήσῃς μοι»).

Ὁ Πάπας προσκύνησε τόν Βελζεεβούλ γιά νά ἀποκτήσει κοσμική ἐξουσία.
Μήπως ὅσοι μέ ποικίλους τρόπους κάμπτουν τή μέση τους στόν Πάπα ζητοῦν ὡς ἀντάλλαγμα μιά ἀσφαλέστερη, καλλίτερη θέση κάτω ἀπό τόν θανατηφόρο ἥλιο τῆς παπικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία διακτινώνεται παγκοσμίως στό ἐκκλησιαστικό, πανεπιστημιακό, οἰκονομικό καί πολιτικό πεδίο;

Τελευταῖο ἐρώτημα: Ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα αὐτῆς τῆς τρανῆς παρουσιάσεως τοῦ παπικοῦ βιβλίου;
Μᾶς τόν ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγ. Θεοδώρου.
Ἀφοῦ λέει πρῶτα ὅτι κατά τή γνώμη του «ἡ ἕνωσις <έν πίστει> οὐσιαστικῶς ὑπάρχει σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἤ τοὐλάχιστον ἤδη κατά τό πλεῖστον», εὔχεται στή συνέχεια νά «ἀναπτυχθῆ κατά τελέσφορον τρόπον ὁ ὀρθοδόξο-ρωμαιοκαθολικός θεολογικός διάλογος τῆς <ἐν ἀληθείᾳ> ἀγάπης καί ἀφ’ ἐτέρου διά τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῶν δύο Ἐκκλησιῶν νά προωθηθῇ μέσα στίς τάξεις τῶν χριστεπωνύμων πληρωμάτων τους ὁ λεγόμενος «Οἰκουμενισμός τῆς βάσεως», γιά νά ἀρθοῦν ὅλα τά ἐπιπροσθοῦντα θεολογικά καί πρό πάντων λαοψυχολογικά (sic) ἐμπόδια, γιά νά ἔλθῃ τάχιστα ἡ ἕνωσις...».

Καί βέβαια αὐτό τό βιβλίο βοηθεῖ, ὅπως ὑπονοεῖ ὁ κ. Καθηγητής, νά γλυκαθεῖ τό πικρό χάπι τοῦ Παπισμοῦ καί νά μπορέσει -πάντα κατά τόν κ. Θεοδώρου-ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά μπεῖ ἀνάμεσα στό λαό.
Ἔτσι θά ξεπεραστοῦν τά «λαοψυχολογικά ἐμπόδια».

Ὁ λαουτζῖκος θά ξεπεράσει τά ψυχολογικά του προβλήματα πού προέρχονται ἀπό τόν φανατισμό καί θά ἀγκαλιάσει τόν παπισμό!

Ἔντάξει, λαουτζῖκος εἴμαστε μέ...ψυχολογικά προβλήματα, ἀλλά μήπως ἐπιπλέον μοιάζουμε μέ... «ἀμερικανάκια»;


Πηγή: Όρθρος


Άς δούμε κάποια στοιχεία από την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και τοποτηρητή του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης, π.Ιωάννη Σπιτέρη.

Αν οι προκαταλήψεις προέρχονται από το γεγονός ότι ο θεολόγος Ράτσινγκερ είναι ο πάπας Ρώμης, μην ξεχνάμε ότι είναι βαθύτατος γνώστης της ελληνικής πατερικής παράδοσης, διαβάζει με ευκολία απευθείας τα κείμενα στα ελληνικά και εμπνέεται από αυτά.
Η χριστολογία του εμπνέεται από τους μεγάλους Έλληνες Πατέρες Ειρηναίο, Αθανάσιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Νύσσης…

Εξάλλου το αποκορύφωμα ολόκληρης της μελέτης αποτελείται από το ευαγγελικό επεισόδιο της Μεταμόρφωσης του Κυρίου· οι σελίδες που αφιερώνει ο συγγραφέας σε αυτό το μυστήριο της ζωής του Ιησού μας υπενθυμίζουν μερικές ομιλίες του Γρηγορίου Παλαμά που αφορούν αυτή την ίδια σελίδα των Ευαγγελίων……
…..
Όσον αφορά εμάς τους χριστιανούς είναι κοινή η πίστη μας στον Χριστό και μόνο αυτή η ώριμη πίστη στον Χριστό ως αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο μας καθιστά ζωντανούς λίθους του ναού του Θεού και μέλη του Σώματός Του.

Η χριστολογική ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό ως μοναδικό Σωτήρα ολόκληρης της ανθρωπότητας αποτελεί τη βάση του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, είναι ο κοινός παρονομαστής όλων εκείνων οι οποίοι μετέχουν στο οικουμενικό κίνημα.
Πρόκειται για την κοινή ιεραποστολική μαρτυρία που ομολογεί, μπροστά σε έναν κόσμο που ακόμη δεν πιστεύει ή έχει χάσει την πίστη του, ότι η σωτηρία βασίζεται μόνο στο όνομα του Ιησού Χριστού (Πρ. 4, 12).
Ο Ιησούς Σωτήρας δεν αποτελεί μόνο τη βάση της πίστης μας, αλλά και τον πραγματικό σκοπό του οικουμενισμού….
….
Ο οικουμενισμός έχει νόημα μόνον εάν πιστέψουμε πραγματικά ότι ο Χριστός είναι για όλους τους βαπτισμένους όχι μόνο το μοναδικό θεμέλιο, αλλά και το κοινό θεμέλιο που ήδη μας ενώνει σε μια κοινωνία η οποία, αν και ακόμη δεν είναι πλήρης, εντούτοις είναι πραγματική κοινωνία.


Το βιβλίο του Βενέδικτου Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ αποτελεί ένα κατεξοχήν «οικουμενικό» βιβλίο με τη διττή έννοια της λέξης, «παγκόσμιο» και μέσο κοινής πορείας για όλους τους χριστιανούς ώστε να εμβαθύνουν στην κοινή τους πίστη στον Κύριο Ιησού.
Η από κοινού προσέγγιση στον κοινό Σωτήρα μας θα μας επιτρέψει να γίνουμε και πάλι το ενωμένο σώμα του Χριστού.


† Ιωάννης Σπιτέρης

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009




ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ


Είχε γίνει λόγος για ένα μοναδικό και πρωτοπόρο μικτό μοναχικό (!) συνέδριο, που οργανώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν από εκκλησιαστική αρχή της Βόρειας Ελλάδας ψηλά σε όμορφα και ειδυλλιακά μέρη από τοπική εκκλησιαστική αρχή.

Είχαν μετάσχει σ’ αυτό μοναχοί και μοναχές αναμίξ σε όλες τις φάσεις του συνεδρίου.

Εισηγήτριες καθηγούμενες μοναστικών αδελφοτήτων μιλούσαν μελιστάλακτα με όλο τους το είναι. Δεσποτάδες που βρέθηκαν στο συνέδριο ως ασκούντες και αυτοί ακτημοσύνην παρθενίαν και υπακοήν λόγω του μαναχικού τους σχήματος με φανταχτερή παρουσία εξέφεραν βαρύγδουπες γνώμες με παρεμβάσεις στα εισηγούμενα.

Αυτές εισηγούνταν, και οι νυμφοστόλιστοι τις καμάρωναν και παράλληλα συμπλήρωναν.

Ισότητα λέει ο μοναχικός φεμινισμός και στο ζήτημα της διδασκαλίας, όχι μονομέρεια και ανδροκρατία.


Μπορεί να άργησε το κίνημα να καρποφορήσει στον ευαίσθητο αυτό χώρο, αλλά κάτι τέτοιες εκδηλώσεις, σαν αυτήν, δίνουν ελπίδες στις φεμινίστριες ότι θα πάνε καλά.

Και όχι μόνο θα πάνε καλά, αλλά με τον καιρό θα ξεπεράσουν και κάθε προσδοκία.

Ήδη στο συγκεκριμένο μίγδην συνέδριο οι δεσποτάδες και οι ηγούμενοι επείχαν ως επί το πλείστον θέση ακροατών και διδασκομένων ενώ οι φεμινίστριες καλόγριες τη θέση των αγορητριών και διδασκουσών.

Το επόμενο βήμα θα είναι οι πρώτοι να κάνουν και υπακοή στις δεύτερες…


Έχοντας αρχίσει κατά την προηγούμενη αναφορά μας να σας πληροφορούμε για το ασυνήθιστο «σύμμικτο» συνέδριο, και για να μην αφήσουμε την πληροφόρηση στη μέση, αισθανόμαστε την ανάγκη να σας πληροφορήσουμε και περαιτέρω ότι το μιγαδικό μοναχικό συνέδριο είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία.

Οι αντιπροσωπείες των μοναζουσών μετά τη λήξη του συγκερασμένου συνεδρίου έφυγαν πολύ ενθουσιασμένες σε βαθμό που δεν μπόρεσαν ν’ αναχαιτίσουν την εσωτερική παρόρμηση για ευχαριστίες στον πανοσιολογιότατο πρωτοσύγκελλο και στο Σεβασμιότατο.


Ισως ευλόγως προκύπτει το ερώτημα· πως ξέρουμε γι’ αυτό;

Φυσικά δεν είμαστε οι μόνοι που το ξέρουμε, αφού οι ευχαριστίες των εμπνευσμένων αγορητριών διατυπώθηκαν δια μέλανος και χάρτου και απεστάλησαν εις τον πεπνυμένον Σεβασμιότατον.

Ο δε άοκνος επιμελητής της ύλης του διμηνιαίου περιοδικού της αυτού Μητροπόλεως καταχώρισε τις επιστολές τους στα φύλλα των μηνών Νοεμβρίου-Φεβρουαρίου.

Άπαντες όθεν οι αναγνώσται και άπασαι αι αναγνώστριαι του περισπουδάστου τούτου και ψυχωφελεστάτου εντύπου ανέγνωσαν και έλαβον γνώσιν των επιστολών.

Σ’ αυτές διάβασαν και τις εντυπώσεις τους από το περί ου ο λόγος συνέδριο. Δείτε ποια είναι τα γεγονότα για τα οποία εκφράζουν τις ανέκφραστες ευχαριστίες τους.


‘Εκ προοιμίου λέγεται ότι στις επιστολές γενικά δεν γίνεται λόγος ούτε για το θέμα ούτε για τα διδάγματα και βιώματα που τυχόν αποκόμισαν.

Κάποια άλλα πράγματα πρυτάνευσαν στις καρδιές τους και τις εντυπωσίασαν.

Και αυτά είναι το υλικό και τουριστικό μέρος της εκδηλώσεως, και κυρίως τα τραπέζια τα δώρα και οι ξεναγήσεις ανά τάς λίμνας και τα απορρώγα περιλίμνια.

Θέτουμε σε εισαγωγικά αυτούσιες τις εκφράσεις των επιστολογράφων.


Σ’ όλες τις επιστολές τονίζεται «η χαρά και η ικανοποίηση» των μοναζουσών «δια την παροιμιώδη (ή αρχοντική ή εγκάρδιον) φιλοξενίαν», η οποία παρεσχέθη «εν γενναιοδωρία αρχοντική».

Εκτενώς «ενέπνευσε από κάθε πλευρά» τις μετασχούσες στην πανδαισία, «η αρτία οργάνωση», ώστε «να μη λείψει τίποτε.

Και όχι μόνο δεν έλειψε τίποτε» γράφουν «αλλά και υπέρ εκ περισσού παρεσχέθησαν τα πάντα».

Η πνευματική ωφέλεια και η συγκίνηση των γυναικών συνέδρων έφτασε στο κατακόρυφο «με τα ωραιότατα (ή πλούσια) δώρα (ή τας τιμητικάς επιδαψιλεύσεις), τα εκλεκτά φαγητά, την άνετη παραμονή τους στους παραδοσιακά αρχοντικούς ξενώνες, την ενημερωτική ομιλία για το Μακεδονικό, τις περιηγήσεις και ξεναγήσεις» στα νησιά.


Όλα αυτά χάρισαν «πνευματική αναψυχή και απόλαυση» και βοήθησαν να μετάσχουν ου μόνον της καλής τραπέζης, αλλά και «του μεγαλείου της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας».

Το συνέδριο «ήταν επιτυχές» γράφουν «διότι ήτο σχεδιασμένον μέχρι λεπτομερείας, εν πλήρη (!) ετοιμότητι προς παροχήν πάσης ανέσεως»

«Ήτο αξέχαστον» διότι έγινε σε «αμέτρου φυσικού κάλλους περιοχή». «Ευχαριστίες εις τον άγιον (ή ρέκτην ή πολυμέριμνον ή οργανωτικόν ή προσηνή ή αξιόλογο ή σεβαστόν ή αεικίνητον ή προθυμότατον) Πρωτοσύγκελλον» και τους λοιπούς.

Αι αξιωθείσαι τοιαύτης τρυφής μοναχαί ήταν επόμενο να ευχαριστούν, αφού είχαν την τιμή να μετάσχουν σε μία σύναξη που εξέπεμπε «αγάπη και φιλαδελφία», αρετές «που δημιούργησαν μια τόσο πνευματική ατμόσφαιρα».

Δεν παραλείφθηκε να υπογραμμιστεί το «πράον και ειρηνικόν της Σεβασμιότητος και η πατρική αγάπη προς τους εκλεκτούς Αυτής συνεργάτας ιδιαιτέρως δε προς τον Πρωτοσύγκελλον…». Βαθέως μας εντυπωσίασε, τέλος, γράφουν το φιλάγαθον και καθαρόν χαμόγελόν του».

Όλα αυτά, συμπεραίνουν, τα έκανε ο Σεμασμιότατος «δια να τις αναπαύσει πνευματικώς και όχι μόνον».

Οι ευχαριστίες επαναλαμβάνουμε ως επί το πλείστον προήλθαν εκ μέρους των γυναικών μοναχών διότι οι άντρες μοναχοί, εκτός από έναν, δεν έστειλαν ούτε μία λέξη ευχαριστίας, οι αχάριστοι!


Και για να σοβαρευτούμε.

Που οδηγούν το μοναχισμό τέτοιες σόου εκδηλώσεις υποταγμένες σε προδιαγεγραμμένους σκοπούς δημιουργίας ευρύτερων δημοσίων σχέσεων και γνωριμιών από ορισμένους που κυνηγούν την τύχη τους και που σε δεδομένη στιγμή οι σχέσεις αυτές θα τους φανούν πολύ χρήσιμες για την επίτευξη αναρριχήσεως;


Εξάλλου ερωτάται·


Είναι μέσα στο καταστατικό των μοναχικών αδελφοτήτων να τρέχουν οι μοναχοί και οι μοναχές, προπαντός οι μοναχές, από εδώ και από εκεί εκτός του χώρου της ασκήσεώς των και να γίνονται παθητικά όργανα εφαρμογής ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τόνωση του τουρισμού;


Τι σχέση μπορεί να έχει ο τουρισμός με το μοναχισμό;


(΄Ισως η απάντηση στο ερώτημα να δώσει το έναυσμα για ένα δεύτερο μικτό μοναχικό συνέδριο!).


Σκέφτονται ότι έγιναν κάποιες σοβαρές δαπάνες την ώρα που συνάνθρωποί μας πεθαίνουν διότι δεν έχουν ένα ποτήρι νερό;


Και τι βγήκε από όλον αυτόν τον θόρυβο;


Σε τι προήχθη ο μοναχισμός ή η πνευματική κατάσταση ενός εκάστου των μοναχών όταν επέστρεψαν στα κελιά τους και έκαναν τον απολογισμό του χρόνου τους και της διακονίας τους;


Τι πνευματικό κατέκτησαν που άφησαν τα προσευχητάριά τους και έτρεχαν από το νότο στο βορρά και από την ανατολή στη δύση;


Δυστυχώς θα πρέπει να ομολογήσουν ταπεινά ότι λίγο ή πολύ κυριάρχησε η ύλη και η στείρα κοσμική αναψυχή, που αλλάζει τον τρόπο σκέψεως και βιοτής των μοναχών.


Αυτό είναι το «κέρδος»;


Μάλλον πρόκειται για ζημιά ή επί το μετριοπαθέστερο για κενό.


Και αυτό το κενό φαίνεται στις εντυπώσεις που διατυπώθηκαν επιστολικώς.


Μήπως πρέπει να σοβαρευτούμε λίγο;


Μήπως μετέχοντας σε κοσμικά πράγματα το άλας γίνεται άναλο και είναι κατάλληλο μόνο για πέταγμα;

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009






Από τον ιερομόναχο Ευθύμιο Τρικαμηνά


ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙ
ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΔΑΣΗ


Αγαπητέ, αδελφέ Οδυσσέα.
Κατ’ αρχάς ζητώ συγγνώμη από τον φίλο σου Ι.Κ. για το ότι οι εκφράσεις μου στις απαντήσεις μου δεν ήταν, όπως λέγει, οι πρέπουσες.
Ειλικρινά λυπάμαι για το ότι απομονώθηκαν κάποια λόγια μου, τα οποία πιθανόν να ήταν σκληρά η προσβλητικά, ενώ θέλω να πιστέψης ότι δεν είναι στη διάθεσί μου να μειώνω και να προσβάλλω τους ανθρώπους.
Σκέψου όμως, αν εμείς θιγώμεθα από εκφράσεις οι οποίες στρέφονται στο πρόσωπό μας και το θεωρούμε δίκαιο να διαμαρτυρηθούμε, πόσο πρέπει να το κάνωμε για πολύ βαρύτερες εκφράσεις οι οποίες στρέφονται εναντίον των αγίων. Αυτό ισχύει έστω και αν αναμεταδίδωμε εκφράσεις και θέσεις άλλων, οι οποίες δεν δείχνουν απλώς ότι ένας άγιος έκανε λάθος ως άνθρωπος, αλλά ότι είναι ένας ραδιούργος, πλανεμένος (διαστροφέας των γραφών), προδότης των τιμαλφεστέρων συμφερόντων του έθνους, Ιησουΐτης, αγροίκος και βάρβαρος (χρησιμοποιούσε τη βία σαν πειθώ) κλπ. δηλαδή ένας άγιος σαν και αυτούς που τελευταία κατασκευάζει η παπική βιομηχανία αγίων.
Εκτός και αν την προσωπική μας υπόληψι και το γόητρό μας τα θέτουμε πάνω από την υπόληψι και το κύρος των αγίων, οπότε είναι φυσικό να θιγώμεθα αν πουν εν τη ρύμη του λόγου κάτι για μας, ενώ αυτά τα οποία λέγονται και αναμεταδίδονται για τους αγίους τα αντιμετωπίζομε απαθώς.
Αυτά τα οποία αναφέρω αποτελούν και μία σύντομη απάντησι στην κατηγορία την οποία μου αποδίδει ο αγαπητός Ι.Κ., ότι δηλαδή προσπαθώ εναγωνίως να παρουσιάσω τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη ως αναμάρτητο και αλάνθαστο. Πιστεύω ότι θα συμφωνείτε και συ και ο φίλος σου ότι άλλο είναι λάθη ανθρώπινα και αμαρτίες συγγνωστές και άλλο προδοσίες, σκευωρίες, ίντριγκες, διαστροφές, πλάνες, βία κλπ.
Και να σκεφθούμε εκ του αντιθέτου ότι στον βίο του αναφέρονται πλήθος θαυμάτων τα οποία ετέλεσε ο Θεός δια μέσου του οσίου και εν ζωή και μετά το θάνατό του, η δε Εκκλησία τον κατέταξε στο στερέωμα των οσίων, πανοσίων και ομολογητών.
Το σημαντικώτερο λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, το Τριώδιο, είναι έργο δικό του και του ομοψύχου και ομοϊδεάτου αδελφού του Αγ. Ιωσήφ Θεσσαλονίκης και ως προς την συγγραφή των περισσοτέρων ύμνων του και ως προς την τυπική διευθέτησι των υπολοίπων κειμένων.
Πλήθος άλλων ύμνων τους οποίους καθημερινά χρησιμοποιεί η Εκκλησία στη λειτουργική της ζωή, όπως οι Αναβαθμοί της Οκτωήχου, κανόνες, δοξαστικά κλπ. είναι έργα δικά του, οι κατηχήσεις του διαβάζονται στα μοναστήρια συνεχώς, όχι μόνο κατ’ ιδίαν, αλλά και στην τυπική διάταξι των ακολουθιών και της Τραπέζης, ειδικά κατά την Μ. Τεσσαρακοστή, η δεν επιρροή την οποία ασκούσε ο όσιος όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές μέχρι σήμερα ήταν και είναι τέτοια, ώστε να είναι σημείο αναφοράς και παράδειγμα προς μίμησι˙ μεγάλοι όσιοι και ομολογητές της εποχής του εζήτουν τη γνώμη του και έθετον υπό την κρίσι του οποιοδήποτε πνευματικό η δογματικό θέμα τους απασχολούσε και τέλος η κανονική επιστολή η οποία ευρίσκεται στο παράρτημα του Πηδαλίου και επιγράφεται από λάθος στον Αγ. Νικηφόρο τον ομολογητή είναι του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου (P.G.99,1645D, Επιστολή 549. Μεθοδίω μονάζοντι,Φατούρος σελ. 831).

Όλα αυτά τα ανέφερα όχι για να εκθειάσω τον όσιο, αλλά για να δείξω ότι αν δεν έκανε λάθος ο Αγ. Νεκτάριος και ο Παραρρηγόπουλος, θα επλανήθη ασφαλώς όλη η Εκκλησία και όχι μόνο σήμερα αλλά σε διάστημα χιλίων διακοσίων ετών και βεβαίως και ο ίδιος ο Θεός ο οποίος του έδωσε τη χάρι των θαυμάτων.
Το παράδοξο είναι αδελφέ Οδυσσέα, ότι ο φίλος σου Ι.Κ. ενώ ευρίσκει και καταλογίζει με ευκολία λάθη όχι μόνο σε αγίους, αλλά και σε Οικουμενικές Συνόδους και στην ίδια την Αγ. Γραφή, δυσκολεύεται να αποδεχθή το λάθος του Αγ. Νεκταρίου η τέλος πάντων να μας πη ποιά είναι η γνώμη του επί του θέματος, επειδή πολλές φορές στις παρατηρήσεις του αναφέρει «εκτός και αν ο Αγ. Νεκτάριος μας επλάνησε».
Αυτό δείχνει καθαρά ότι προσπαθεί να στηριχθή κάπου και να φορτώση αλλού τις ευθύνες, ενώ συγχρόνως αδιαφορεί και διαγράφει μία Παράδοσι χιλίων διακοσίων ετών. Το θέμα βεβαίως είναι απλό και το κάνει δύσκολο. Η δηλαδή θα έκανε λάθος ο Αγ. Νεκτάριος και ο Παπαρρηγόπουλος η θα έκανε λάθος η Εκκλησία δια της τοποθετήσεως στο εκκλησιαστικό στερέωμα ενός τόσο διεστραμμένου και εμπαθούς ανθρώπου.
Τελικώς βεβαίως πρέπει να έκανε λάθος και ο Θεός με το να δώση την χάρι των θαυμάτων της προφητείας και της διοράσεως σε ένα τόσο εμπαθή και καταχθόνιο άνθρωπο.
Ας τα πάρουμε όμως, αδελφέ Οδυσσέα τα πράγματα από την αρχή. Θα αναφερθώ δε αποκλειστικά και μόνο στις κατηγορίες οι οποίες στρέφονται εναντίον του οσίου και όχι στα υπόλοιπα θέματα περί δήθεν δογματικών λαθών των Οικουμενικών Συνόδων, λαθών της Αγ. Γραφής κλπ. διότι αυτά όλα τα θεωρώ τελείως προσωπικές απόψεις του φίλου σου Ι.Κ. και κάποιων άλλων ίσως συγχρόνων θεολογούντων, οι οποίες πιστεύω δεν εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας, αλλά το φρόνημα το δικό τους.

1) Γράφει στις παρατηρήσεις του ο αγαπητός Ι.Κ.
«Έτσι ο άγιος Νεκτάριος χρησιμοποιεί τον Παπαρρηγόπουλο, ενώ ο π. Ευθύμιος τον Φατούρο, χωρίς να ξέρουμε τα ακριβή κίνητρα αμφοτέρων δηλαδή ποιός είναι με την αλήθεια».
Αυτό είναι προφανώς λάθος. Το σωστό θα ήταν να έλεγε ότι ο Αγ. Νεκτάριος χρησιμοποιεί τον Παπαρρηγόπουλο, ενώ ο π. Ευθύμιος χρησιμοποιεί τον Αγ. Θεόδωρο Στουδίτη. Διότι ο Αγ. Νεκτάριος χρησιμοποιεί τις απόψεις του Παπαρρηγόπουλου ενώ ο Φατούρος έχει εκδόσει τα κείμενα του οσίου αυτούσια χωρίς ουδεμία ιδική του παρέμβασι. Τώρα το πόση διαφορά υπάρχει από το να χρησιμοποιούνται οι απόψεις κάποιου και το να χρησιμοποιούνται τα ίδια τα κείμενα του υπό εξέτασι προσώπου νομίζω ότι είναι φανερό και δεν πρέπει στο σημείο αυτό να αλλοιώνεται η αλήθεια.


2) Στις παραγράφους (3,4) των παρατηρήσεών του γίνεται προσπάθεια ταυτίσεως της υποδουλώσεως των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής στους Άραβες με την υποδούλωσι της Ρώμης στους Φράγγους. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλλά ούτε και η Ρώμη ήταν ελεύθερη. Τελούσε υπό την κυριαρχία των Φράγγων». Και στο τέλος της παραγράφου αναφέρει : «Άρα ελεύθερο Πατριαρχείο δεν υπήρχε. Της Ανατολής σκλαβωμένα στους Άραβες, της Δύσης στους Φράγγους».
Εδώ υπάρχει προσπάθεια ταυτίσεως δύο τελείως διαφορετικών πραγμάτων. Διότι η υποδούλωσις των τριών Πατριαρχείων στους Άραβες ήταν σωματική και εσήμαινε τον δια της βίας εξισλαμισμό των, ενώ η υποδούλωσις της Ρώμης στους Φράγγους ήτο πνευματική και εσήμαινε περισσότερη κοσμική δύναμι, επιρροή και επέμβασι όπου ο Πάπας ήθελε. Ενώ λοιπόν η δύναμις των τριών Πατριαρχείων εκμηδενίστηκε, αντιθέτως η δύναμις της Ρώμης με τον προσεταιρισμό των Φράγγων αυξήθηκε, σε σημείο που να δημιουργήση ο Πάπας τις σταυροφορίες με όλα τα επακόλουθά των και πάλι να ζητούν οι αυτοκράτορες την βοήθεια των Παπών δια την διάσωσι της Κων/πόλεως από τους Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά ο όσιος στις επιστολές του ζητεί και την οποιανδήποτε βοήθεια και των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής δια την καταπολέμησι της αιρέσεως, γνωρίζοντας συγχρόνως την δύσκολη κατάστασι στην οποία αυτά ευρίσκοντο.


3) Στην παράγραφο επίσης (4) ο αγαπητός Ι.Κ. μετά από εκτενή αναφορά του για τις δοσοληψίες του πάπα Λέοντα (795-816) με τους Φράγγους επιλέγει «ο όσιος Θεόδωρος δεν ήξερε τίποτε από όλα αυτά και την έμμεση αιχμαλωσία των Ρωμαίων Παπών από τους Φράγγους; Έγραψε γράμμα συμπαθείας προς τον Λέοντα όπως στους άλλους Πατριάρχες;».
Η ερώτησις αυτή νομίζω ότι δεν έχει λογική και τίθεται εσκεμμένα προς εξαγωγή αναλόγων συμπερασμάτων. Δηλαδή ο όσιος ήτο υποχρεωμένος να γνωρίζη αυτά τα οποία σήμερα εμείς μελετούμε στο γραφείο μας ως συγκεντρωτικά στοιχεία ιστορικών και άλλων ερευνητών, τα οποία διεδραματίζοντο στην εποχή του (795-816), την στιγμή μάλιστα κατά την οποία η απόστασις η οποία τους εχώριζε από τη Ρώμη με τα τότε δεδομένα ήταν διάστημα ενός μηνός, ο δε όσιος ηγωνίζετο υπεράνθρωπα για την καταπολέμησι της αιρέσεως στην Κων/πολι στην οποία ευρίσκετο και εκκλησιαστικώς υπήγετο και στην όποία συνήθως μετεφέρετο από φυλακή σε φυλακή και από εξορία σε εξορία;
Αλλά και αν υποτεθή ότι εγνώριζε τις δοσοληψίες του Πάπα με τους Φράγγους, ήτο ιδικό του έργο να ελέγξη τον Πάπα γία τις εκκλησιαστικές του παρεκτροπές η έστω να ασχοληθή με αυτό το θέμα η ήτο έργο Συνόδου και μάλιστα Οικουμενικής; Μήπως πάλι ασχολήθηκαν με αυτές τις παρεκτροπές των Παπών οι μεταγενέστεροι του οσίου Πατριάρχες και Σύνοδοι, από τον Μ. Φώτιο μέχρι τον Αγ. Μάρκο τον Ευγενικό; Πάντως η αναφορά ότι ο όσιος έγραψε γράμμα συμπαθείας προς τον Πάπα είναι τελείως αδόκιμος και εξωπραγματική, εκτός και αν θεωρηθή ως συμπάθεια οι λεκτικές αβρότητες οι οποίες υπάρχουν και στις επιστολές του προς τους άλλους Πατριάρχες.


4) Στην παράγραφο (5) ο Ι.Κ. αναφέρει τα εξής:
«Εξ άλλου οι λεκτικές προσφωνήσεις και διατυπώσεις του οσίου προς τον Πάπα θα τον βοηθούσαν να κινηθεί υπέρ της Ανατολής; Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς και για τον Βαρθολομαίο. Χρησιμοποιεί λεκτικές προσφωνήσεις και διατυπώσεις (πάντως όχι τόσο πομπώδεις, όσο ο όσιος), για να βοηθήσει τον Βενέδικτο να κινηθεί υπέρ του Πατριαρχείου, έναντι της ασφυκτικής πίεσης των Τούρκων. Όπως ο όσιος, έτσι και ο Βαρθολομαίος, άλλα διατυπώνει στο εσωτερικό και άλλα στο εξωτερικό».
Εδώ νομίζω αδελφέ Οδυσσέα, γίνεται προσπάθεια συγκρίσεως και εξομοιώσεως της ημέρας με τη νύκτα και της αληθείας με το ψεύδος. Διότι συγκρίνονται αυτά τα οποία έλεγε ο όσιος σε ένα ορθόδοξο Πάπα την στιγμή μάλιστα κατά την οποία η Κων/πολις ευρίσκετο τότε στην αίρεσι με αυτά τα οποία λέγει και κυρίως πράττει ο σημερινός Πατριάρχης προς ένα Πάπα αιρετικό αφορισμένο, καθηρημένο και αναθεματισμένο και μάλιστα με την διάθεσι της εκκλησιαστικής του προσεγγίσεως, αναγνωρίσεως και συμπορεύσεως με αυτόν; Δεν θέλω άλλο να επεκταθώ σ’ αυτό το θέμα διότι νομίζω μιλάει από μόνο του.


5) Στην παράγραφο (6) γίνεται από τον Ι.Κ. προσπάθεια αλλοιώσεως κατά την μετάφρασι σημαντικωτάτου χωρίου του οσίου προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων ενώ συγχρόνως αποσιωπάται το υπόλοιπο τμήμα του εν λόγω χωρίου, το οποίο είναι σημαντικώτερο. Το χωρίο, όπως το αναφέρει ο όσιος είναι : «ω, πηλίκων και φρικτών σεβασμάτων η της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή. Συ πρώτος πατριαρχών, καν πεντάζοις τω αριθμώ• ου γαρ ο επίσκοπος των ψυχών και των όλων αρχιερεύς και εγεννήθη και έδρασε τα θεουργά πάντα και έπαθεν και τέθαπται και ανέστη και έζησε και ανελήφθη, εκεί δήλον ότι το υπεραίρον απάντων αξίωμα....».(Επιστολή 276. Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Φατούρος σελ. 410,στιχ.27). Και η αναφορά στο σημείο αυτό του αγαπητού Ι.Κ.: «Π.χ. στον Ιεροσολύμων εκθειάζει τους αγίους Τόπους, όπου έζησε, περπάτησε και σταυρώθηκε ο Κύριος και το μόνο που του λέει είναι, ότι θα πρέπει αυτός να είναι ο Πρώτος τη τάξει Πατριάρχης».
Εδώ υπάρχει προφανής αλλοίωσις κατά την μετάφρασι του κειμένου και αποσιώπησις συγχρόνως του σημαντικωτέρου μέρους του. Διότι ο όσιος δεν λέγει ότι αυτός θα πρέπει να είναι πρώτος τη τάξει Πατριάρχης, αλλά ότι είναι όντως ο πρώτος Πατριάρχης, έστω και αν είναι τελευταίος κατά την τάξι. Διότι επιλέγει, το ανώτερο επισκοπικό αξίωμα είναι φυσικό να υπάρχη εκεί όπου ιστορικώς έζησε, έπαθε, ετάφη και ανέστη ο Κύριος. Το πρόβλημα όμως είναι πως θα εκλάβωμε τα λόγια του οσίου, ως λεκτικές αβρότητες και τιμητικές προσφωνήσεις προς τον Ιεροσολύμων η ως κυριολεκτικές και ουσιαστικές έννοιες δηλαδή ο,τι λέγουν τα λόγια αυτό ισχύει κατά τον όσιο και στην πράξι.
Ο αγαπητός Ι.Κ. αδελφέ Οδυσσέα, από ότι φαίνεται θέλει να τα εκλάβωμε κυριολεκτικώς και όχι ως λεκτικές αβρότητες, σύμφωνα με τα γραφόμενά του για τις λεκτικές διατυπώσεις του οσίου προς τον Πάπα. Άρα λοιπόν αν ο Πάπας είναι ισάγγελος, ο Ιεροσολύμων ο οποίος έχει κατ’ ουσίαν το υπεραίρον απάντων αξίωμα θα είναι ισαγγελώτερος, αν ο Πάπας έχει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών η του ευαγγελίου ο Ιεροσολύμων θα έχη ως πρώτος διπλά κλειδιά και αντικλείδια και αν τέλος πάντων ο Πάπας είναι ο θεοπρόβλητος ποιμήν των προβάτων του Χριστού, ο Ιεροσολύμων ως έχων το υπεραίρον απάντων αξίωμα θα είναι ο θεοπρόβλητος ποιμήν των ποιμένων των προβάτων του Χριστού. Αν όμως θέλη ο αγαπητός Ι.Κ. τα αναφερόμενα στον Πάπα λόγια του οσίου να τα μεταφράζη κυριολεκτικώς και τα αναφερόμενα στους άλλους Πατριάρχες να τα δέχεται ως λεκτικές αβρότητες, χωρίς δηλαδή ουσιαστικό νόημα, αυτό εκτός του ότι είναι άδικο επειδή χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά, είναι και ανέντιμο διότι οδηγεί σε προκαθορισμένες θέσεις και απόψεις σύμφωνα με τις ιδικές του ιδέες. Ως εκ τούτου θα φανή ότι δεν θα είμαι εγώ που προσπαθώ να παρουσιάσω αλάθητο τον όσιο, αλλά εκείνος που εκ των προτέρων έχει καθορίσει που πρέπει να οδηγηθούν τα πράγματα.
Οι λεκτικές επίσης αναφορές και αβρότητες του οσίου προς τους υπολοίπους Πατριάρχες, αν θεωρηθούν απόλυτες και ουσιαστικές δείχνουν πάλι ότι ο όσιος αποδίδει στους παραλήπτες των επιστολών Πατριάρχες κάτι το ιδιαίτερο και υπεροχικό έναντι των άλλων. Γράφει π.χ. σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας:« Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων,κυρίω μου δεσπότη μακαριωτάτω πάπα Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου...» (Φατούρος επιστολή 275. Πάπα Αλεξανδρείας, σελ. 406). Αν αυτή η προσφώνησις συγκριθή με τις δύο προσφωνήσεις σε επιστολές προς τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο πάλι φαίνεται υπεροχή του Αλεξανδρείας έναντι του Πάπα της Ρώμης. Προς τον Ρώμης Πασχάλιο γράφει: «Τω τα πάντα παναγεστάτω, φωστήρι μεγάλω, αρχιερεί πρωτίστω, κυρίω ημών δεσπότη αποστολικώ πάπα...»(Φατούρος 271, σελ.399) και «Τω παναγεστάτω πατρί, κορυφαίω φωστήρι οικουμενικώ, κυρίω ημών δεσπότη αποστολικώ πάπα...» (Φατούρος 272, 402). Συγκρίνοντας την προσφώνησι του Αλεξανδρείας με αυτές του Πάπα διακρίνομε υπεροχή του Αλεξανδρείας, διότι ο Πάπας προσφωνείται ως παναγέστατος πατήρ, μεγάλος και κορυφαίος οικουμενικός φωστήρ, ενώ ο Αλεξανδρείας είναι ο πατήρ όλων των πατέρων και ο φωστήρ όλων των φωστήρων, μικρών δηλαδή και μεγάλων και οικουμενικών. Αν δηλαδή δεν τα ιδούμε όλα αυτά σαν λεκτικές αβρότητες και τιμητικές προσφωνήσεις, χωρίς ουσιαστικό νόημα θα ασχολούμεθα κατά το δη λεγόμενο περί ανέμων και υδάτων.
Στην παράγραφο (8) θεωρώ ότι υπάρχει ουσιώδες ερμηνευτικό λάθος. Το κείμενο του οσίου το οποίο αναφέρει ο αγαπητός Ι.Κ. είναι:
«Επειδήπερ Πέτρω τω μεγάλω δέδωκε Χριστός ο θεός μετά τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και το ποιμνιαρχίας αξίωμα, προς Πέτρον ήτοι τον αυτού διάδοχον οτιούν καινοτομούμενον εν τη καθολική εκκλησία παρά των αποσφαλλομένων της αληθείας αναγκαίον αναφέρεσθαι…..» (Φατούρος Επιστολή 33. Λέοντι πάπα Ρώμης, σελ. 91,

5). Το λάθος λοιπόν γίνεται στην ερμηνεία της λέξεως «ήτοι», την οποία ερμηνεύει προφανώς με την λέξι «δηλαδή», ενώ η σωστή ερμηνεία κατά την γνώμη μου, αλλά και άλλων αρμοδίων φιλολόγων τους οποίους ερώτησα είναι να μεταφρασθή με το διαζευκτικό «η» η με τις λέξεις «η τω όντι» δηλαδή «η βεβαίως». Έτσι κατ’ ανάγκη αλλάζει όλο το αποδιδόμενο νόημα και ο Πέτρος δεν είναι διάδοχος του Χριστού, ούτε φυσικά μοναδικός αρχηγός της ποίμνης, αλλά ένας από τους αρχηγούς της ποίμνης, το δε «αναγκαίον αναφέρεσθαι» του κειμένου έχει την έννοια την οργανωτική δηλαδή την συγκρότησι Συνόδου προς καταπολέμησι της αιρέσεως, πράγμα το οποίο σαφώς αναφέρει στην ιδία επιστολή ο όσιος : «πόσω γε μάλλον εύλογον και αναγκαίον αν είη, υπομνήσκομεν φόβω, υπό της θείας πρωταρχίας σου έννομον κροτηθήναι σύνοδον, ως αν το ορθόδοξον της εκκλησίας δόγμα το αιρετικόν αποκρούσηται» (Φατούρος Επιστολή 33. Λέοντι πάπα Ρώμης, σελ. 93, στιχ.63). Την ερμηνεία αυτή στη λέξι «ήτοι» δίδει και το Μέγα λεξικό της Ελληνικής γλώσσης το λεγόμενο (Liddell Scott). Επίσης δεν αφήνει περιθώρια άλλης ερμηνείας και το όλο νόημα του κειμένου και η συνέχειά του, διότι εν εναντία περιπτώσει η επιστολή του οσίου φαίνεται ότι εστάλη στον ουρανό, δηλαδή προς τον διάδοχο του Χριστού τον Πέτρο και όχι προς τον διάδοχο του Πέτρου, δηλαδή τον πάπα. Η συνέχεια του κειμένου έχει ως εξής: «Τούτο τοιγαρούν δεδιδαγμένοι και ημείς οι ταπεινοί και ελάχιστοι εκ των ανέκαθεν αγίων πατέρων ημών, επεί υπήρχθη τις και νυν καινοτομία εν τη καθ’ημάς εκκλησία, και πρότερον μεν δια μέσου του ευλαβεστάτου αρχιμανδρίτου, ήγουν του αδελφού και συνδούλου ημών Επιφανίου, και νυν δια του ευτελούς ημών γραμματείου οφειλόμενον ηγησάμεθα τω αγγέλω της κορυφαίας σου μακαριότητος ταύτην ανενεγκείν». Η σωστή λοιπόν εν κατακλείδι, κατά την γνώμη μου, ερμηνεία του κειμένου είναι «...Προς τον Πέτρο η προς τον διάδοχο αυτού (του Πέτρου) ο,τιδήποτε καινοτομείται...».


6) Στις παραγράφους (9 και 10) αναμασώνται πάλι τα περί δοσοληψίας των Παπών με τους Φράγγους με μόνιμες αναφορές του Ι.Κ.: « Άραγε ο όσιος δεν ήξερε τα τεκταινόμενα από τον Πασχάλη Α ;» και « Αλλά και για την κοσμική εξουσία των παπών, ο όσιος δεν είχε πάρει είδηση; »,
τα οποία όλα αυτά τα θεωρώ εκτός θέματος, περιληπτική δε αναφορά έκανα στην αρχή των παρατηρήσεών μου.


7) Στις παραγράφους (11 και 12) αδελφέ Οδυσσέα, γίνεται εναγώνιος προσπάθεια από τον αγαπητό Ι.Κ. να αποδείξη ότι όντως υπήρχε πρωτείο εξουσίας του Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων και μάλιστα πρωτείο δοσμένο από τον ίδιο τον Χριστό.
Όλα όμως αυτά, όπως καταλαβαίνεις, τα οποία αναφέρονται στις δύο αυτές παραγράφους είναι πλήρως εκτός θέματος για τον απλούστατο λόγο ότι το θέμα δεν ήταν τι γνώμη έχει για τον Πέτρο ο Ι.Κ. αλλά ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Απορώ δε πως τόσο εύκολα διολισθαίνει εις το να βγαίνη εκτός θέματος η να μεταφέρη αλλού το θέμα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έτσι δεν μπορεί να γίνη σοβαρός διάλογος.
Θα έπρεπε δηλαδή στα κείμενα του οσίου τα οποία παρέθεσα και τα οποία αποδεικνύουν ότι ο όσιος δεν απέδιδε κανένα πρωτείο στον Πέτρο, αλλά τουναντίον εθεωρούσε όλους τους αποστόλους ίσους, να παραθέση άλλα χωρία του οσίου τα οποία να απεδείκνυαν ότι ο όσιος θεωρούσε τον Πέτρο ως τον πρώτο μεταξύ των αποστόλων και μάλιστα με εξουσιαστικό πρωτείο.
Και τούτο διότι ο προβληματισμός ο οποίος ετέθη ήτο ο εξής:
Αν ο όσιος στον Πέτρο δεν ανεγνώριζε καμμία εξουσία μεταξύ των Αποστόλων, πως είναι δυνατόν να αναγνωρίση πρωτείο εξουσίας στον διάδοχό του, τον Πάπα της Ρώμης;
Ως εκ τούτου αποδεικνύεται περίτρανα ότι όλες οι προσφωνήσεις και οι λεκτικές αναφορές προς τον πάπα δεν είναι τίποτε άλλο από τιμητικές προσφωνήσεις και λεκτικές αβρότητες, χωρίς νόημα και περιεχόμενο, η μη μόνο την δραστηριοποίησί του υπέρ της Ορθοδοξίας.
Λυπάμαι όμως ειλικρινά, που συνεχώς επισημαίνω την μεταφορά του θέματος σε άλλα πράγματα με μόνιμη αναφορά και προσκόλλησι του Ι.Κ. στο λάθος του Αγ. Νεκταρίου η του Παραρρηγόπουλου.
Για να αποδειχθή δε αυτό από τον Ι.Κ. υπάρχει μία μόνιμη αναφορά στις λεκτικές αβρότητες του οσίου προς τον πάπα, ενώ συγχρόνως παραθεωρούνται η παρερμηνεύονται όσα χωρία αποδεικνύουν την αντίθετο άποψι, ότι δηλαδή ο όσιος δεν ήτο φίλος προσώπων αλλά φίλος της αληθείας.
Ένα τέτοιο σημαντικό χωρίο το οποίο ανέφερα και ο Ι.Κ. το απεσιώπησε και παρέκαμψε είναι και αυτό :
«Περί δε του πάπα, τις ημίν λόγος ούτως πράσσοντος η εκείνο, ως τοις οικείοις, συγχώρησον, εάλω πτεροίς κατά το λόγιον; μηδέν γαρ περί των εκδήλων αμαρτημάτων του ιερέως φροντίζειν φάμενος ου τον τινα ιερέα, αλλά την κεφαλήν της εκκλησίας κατεκωμώδησεν τοσαύτα και απεμυσάξατο, ως ημάς αιδεσθήναι και ακούσαι. Ει δε αληθώς ούτως εστί, φευ της ιεραρχίας. Πλην νουνεχώς κινούμεν την γλώτταν, παρακαλούμεν, επί τας κεφαλάς και μη ούτω σφοδρώς αποφαινώμεθα».(Επιστολή 28. Βασιλείω μονάζοντι, Φατούρος σελ.78, στιχ.92).
Θα θέλαμε να το σχολιάση και αυτό και να μας δικαιολογήση πως εδώ ο όσιος παρουσιάζεται τόσο σφοδρός κατήγορος του πάπα και μάλιστα τον ειρωνεύεται δεόντως, σε ένα θέμα το οποίο κατά την γνώμη του ο πάπας έσφαλε και δεν εφρόντισε να δικαιολογήση τον «φίλο του» η τον «προϊστάμενό του», την στιγμή κατά την οποία χαρακτηρίζεται ως εγκάθετος του πάπα και ως φίλα προσκείμενος προς αυτόν;
Επίσης παραθέσαμε ολόκληρη επιστολή του οσίου στην οποία καταδεικνύεται η άμετρος φιλανθρωπία του προς τους αιρετικούς, τους οποίους αναφέρει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρώμε, αλλά ούτε να προσευχώμεθα εναντίον αυτών, δηλαδή για να τους τιμωρήση ο Θεός και για την οποία υπεστήριξα ότι δεν υπάρχει ίσως φιλανθρωπότερο κείμενο σε όλη την πατερική γραμματεία (Επιστολή 455. Θεοφίλω της Εφέσου, Φατούρος, σελ. 644).
Αυτά τα ανέφερα για να αποδείξω το ψεύδος της κατηγορίας, ότι δήθεν ο όσιος είχε την βία σαν πειθώ και ότι ήτο εγκάθετος της αστυνομίας κλπ. Και εδώ όμως ο Ι.Κ. ουδέν απεκρίθη.


8) Στο τέλος των παρατηρήσεών του με ημερομηνία 26-02-09, ο αγαπητός Ι.Κ. αναφέρει:«Ο πρώτος από τις θειότατες κεφαλές, ο ένας εκ των αρχιποιμένων της Εκκλησίας, ο διάδοχος του κλειδούχου της βασιλείας των ουρανών ίσως να ήταν οι ορθόδοξες εκφράσεις που θα μπορούσε να χρησιμοποιήση ο όσιος».
Εδώ είναι προφανές ότι δεν γίνεται μόνο αναφορά στα υποτιθέμενα λάθη του οσίου, αλλά του υποδεικνύει και τις σωστές εκφράσεις ώστε να τα είχε αποφύγει.
Νομίζω ότι κάποιος για να γίνη διορθωτής ενός αγίου η πρέπει να έχη την χάρι την οποία αυτός είχε και τα στίγματα του Χριστού τα οποία αυτός δια του μαρτυρίου έφερε στο σώμα του και την παρρησία την οποία είχε στην Εκκλησία όσο ζούσε, η πρέπει να έχη κατά το δη λεγόμενο, το θράσος χιλίων πιθήκων. Εφ’ όσον όμως με τον ορθολογισμό τον οποίο μας διακατέχει βλέπομε λάθη σοβαρά και δογματικά όχι μόνο στους αγίους αλλά και στις Οικουμενικές Συνόδους και στην ίδια την Αγ. Γραφή, είναι φυσικό το επόμενο βήμα να είναι να τα διορθώσωμε και το μεθεπόμενο να βρούμε λάθη και στον ίδιο τον Χριστό.


9) Στην μελέτη αδελφέ Οδυσσέα του αγαπητού Ι.Κ. υπό ημερομηνία 10-05-09 αναφέρει στην αρχή ότι θεωρεί ότι ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης είναι φιλοπαπικός άγιος (με την έννοια φίλος του Πάπα και των Παπών) και όχι φίλος του Παπισμού.
Πρέπει στο σημείο αυτό νομίζω να καταθέση στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να είναι από τον βίο του και την διδασκαλία του δια να είναι αυθεντικά.
Αν προέρχονται από γνώμες τρίτων δεν παύουν να είναι γνώμες, όσο αξιόλογα και αν είναι τα πρόσωπα τα οποία τις πρεσβεύουν.
Επίσης τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι διασταυρωμένα και όχι απομονωμένες εκφράσεις προς εξαγωγή ευκόλων συμπερασμάτων. Ακόμη πρέπει να κατατεθή το πως προήλθε η φιλία αυτή και σε τι αποσκοπούσε.
Αυτά τα λέγω επειδή πρεσβεύω ότι ο όσιος ήτο φίλος της αληθείας και όχι φίλος ανθρώπων με την κοσμική έννοια.
Αγαπούσε όσους αγωνίζοντο για την αλήθεια και όσους έπασχον δι’ αυτή.
Ήτο ο ίδιος πρωτοπόρος στους αγώνες υπέρ της αληθείας και δεν εδικαιολόγει ουδεμία ολιγωρία η δειλία στο θέμα αυτό. Αν θελήσω σ’αυτό το σημείο να καταθέσω στοιχεία πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή του βίου του και να τελειώσω στην τελευταία επιστολή του. Κατά ποία λοιπόν έννοια ήτο ο όσιος φίλος των Παπών; Επειδή ο πάπας ήταν (κατά την γνώμη του) φίλος της αληθείας, η επειδή τους εφοβείτο και ήθελε κατά το δη λεγόμενο να τα έχη καλά μαζί των; Αν μεν επίστευε ότι οι Πάπες ήταν φίλοι της αληθείας, καλώς έκανε να είναι και αυτός φίλος με αυτούς. Αν το έκανε όμως επειδή τους εφοβείτο, αυτό νομίζω είναι κάτι το οποίο δεν ταιριάζει καθόλου στον όσιο, επειδή η όλη του βιοτή μας αποδεικνύει ότι δεν εφοβήθη ούτε βασιλείς, ούτε Πατριάρχες, ούτε φυλακές, εξορίες και βασανιστήρια, ούτε την διάλυσι της ιδίας μονής του, η οποία συνέβη τρεις φορές. Ας μας εξηγήση λοιπόν ο αγαπητός Ι.Κ. κατά ποία έννοια ήτο φίλος των Παπών επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και όχι γνωμών άλλων προσώπων.


10) Πρέπει νομίζω να γίνωμε συγκεκριμένοι σ’ αυτά τα οποία συζητούμε διότι η διολίσθησι σε άλλα θέματα, βοηθεί μόνο εις το να γίνωνται οι συζητήσεις ατέρμονες και ανούσιες. Δι’ αυτόν τον λόγο θα θέσω αδελφέ Οδυσσέα στον αγαπητό Ι.Κ. συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τον όσιο και εκείνος πάλι απαντώντας σ’ αυτές μπορεί να θέση άλλες στις οποίες, αν γνωρίζω, θα απαντήσω.


α) Στις τέσσαρες επιστολές του οσίου προς τον πάπα από την αρχή θα λέγαμε μέχρι το τέλος ο όσιος διδάσκει στον πάπα την ορθόδοξο Παράδοσι όσον αφορά την μοιχειανική και την εικονομαχική αίρεσι. Ακόμη δεν του αφήνει ούτε καν την υποψία ότι δύναται αυτός να κρίνη διαφορετικά τα πράγματα η να εξετάση ποιά πλευρά έχει δίκιο και ποιά άδικο. Δεν του αφήνει κανένα περιθώριο να εξετάση την ορθόδοξο Παράδοσι η να αποφανθή περί αυτής. Επειδή λοιπόν ο αγαπητός Ι.Κ. στο τέλος των συμπερασμάτων του με ημερομηνία 10-05-09 αποφαίνεται ότι «Η συμπεριφορά του Αγ. Θεοδώρου προς τους Πάπες είναι άκρως δουλική...», πως κρίνει το όλο περιεχόμενο των επιστολών προς τους Πάπες ως δουλικό η ηγεμονικό; Θέλουμε την γνώμη του επί του γενικού περιεχομένου των επιστολών προς τους Πάπες.


β) Πως κρίνει ο αγαπητός Ι.Κ. το τμήμα της επιστολής του οσίου προς τον μοναχό Βασίλειο «Περί δε του Πάπα, τις ημίν λόγος ούτως πράσσοντος η εκείνο, ως τοις οικείοις, συγχώρησον, εάλω πτεροίς κατά το λόγιον; μηδέν γαρ περί των εκδήλων αμαρτημάτων του ιερέως φροντίζειν φάμενος ου τον τινα ιερέα, αλλά την κεφαλήν της εκκλησίας κατεκωμώδησεν τοσαύτα και απεμυσάξατο, ως ημάς αιδεσθήναι και ακούσαι. Ει δε αληθώς ούτως εστί, φευ της ιεραρχίας. Πλην νουνεχώς κινούμεν την γλώτταν, παρακαλούμεν, επί τας κεφαλάς και μη ούτω σφοδρώς αποφαινώμεθα» (Επιστ. 28. Βασιλείω μονάζοντι, Φατ. σελ.78, στιχ.92). Εδώ έχουμε σαφή κατηγορία του οσίου προς τον πάπα δι’ ένα θέμα το οποίο δεν ήτο δογματικό. Και πως συνδυάζεται η «άκρως δουλική στάσι του οσίου», σύμφωνα με τον Ι.Κ., με το εν λόγω τμήμα της επιστολής. Δι’αυτό το τμήμα της επιστολής του οσίου δεν μας είπε τίποτε ο Ι.Κ.


γ) Πως κρίνει ο Ι.Κ. την διδασκαλία του οσίου περί της πλήρους ισότητος των Αγ. Αποστόλων. Εφ’ όσον δεν απέδιδε κανένα πρωτείο στον Πέτρο πως ήτο δυνατόν να αποδώση στον διάδοχό του; Και πως συνδυάζονται τα εγκωμιαστικά λόγια προς τον Πάπα ως διαδόχου του Απ. Πέτρου, την στιγμή κατά την οποία ο Πέτρος κατά τον όσιο, δεν εξεχώριζε από τους άλλους Αποστόλους;


δ) Πως κρίνει ο αγαπητός Ι.Κ. τα εγκωμιαστικά λόγια του οσίου προς τους άλλους Πατριάρχες και δη προς τον Ιεροσολύμων, καθώς επίσης και τα εγκωμιαστικά λόγια προς τον βασιλιά Μιχαήλ τον Τραυλό. Υπάρχουν εγκωμιαστικά λόγια και προς άλλους παραλήπτες των επιστολών.


ε) Πως κρίνει ο αγαπητός Ι.Κ. το φρόνημα του οσίου από την όλη βιοτή του και την διδασκαλία του. Έδειξε κάπου δουλικότητα και υποτέλεια η παρέβλεψε την αλήθεια χάριν των προσώπων; Διότι αν το έκανε αυτό και αλλού, είναι φυσικό να το κάνη και στον πάπα. Αν όμως συμβαίνη το αντίθετο, τότε κάτι δεν κατάλαβε καλά ο αγαπητός Ι.Κ.


στ) Πως κρίνει ο αγαπητός Ι.Κ. την επιστολή του οσίου προς τον Επίσκοπο Εφέσου Θεόφιλο στην οποία διδάσκει τον Επίσκοπο πως πρέπει να συμπεριφερώμεθα στους αιρετικούς, Ισχυριστήκαμε ότι δεν υπάρχει ίσως στην πατερική γραμματεία φιλανθρωπότερο, θεολογικώτερο και πληρέστερο επί του θέματος κείμενο. Και πως αυτός ο οποίος εδίδασκε αυτά είχε την βία σαν πειθώ και ήταν εγκάθετος της αστυνομίας; Και αυτά σε συνδυασμό με την όλη βιοτή του, η οποία ήτο ένα διαρκές μαρτύριο, καθ’ όσον η αστυνομία του διέλυσε τη μονή του τρεις φορές και τον ωδήγησε στις φυλακές και στις εξορίες!

Αυτά προς το παρόν όσον αφορά τον όσιο.
Αν ο αγαπητός Ι.Κ. κάνη κάποιες ερωτήσεις συγκεκριμένες είμαι πρόθυμος κατά την δύναμί μου να απαντήσω.
Ως προς τα θέματα τα οποία θίγει και άπτονται περιπτώσεων περί δήθεν λαθών δογματικών των αγίων, των Οικουμενικών Συνόδων καθώς και λαθών τα οποία υπάρχουν στην Αγ. Γραφή έχω να άναφέρω τα εξής:
Κατ’ αρχάς δεν συμφωνώ με τίποτε σχεδόν από όσα αναφέρει στις παρατηρήσεις του και θεωρώ ότι παρερμηνεύει κατά τρόπο σκανδαλιστικό τα διάφορα κείμενα, έχοντας πάντοτε ως βοηθούς και συμβούλους προς αυτό συγχρόνους θεολογούντες και ερευνητές. Δεν έχω όμως την πολυτέλεια του χρόνου για να ασχοληθώ με όλα όσα αυτός θίγει η προβληματίζεται. Ακροθιγώς όμως μελετώντας και ερευνώντας μερικά από αυτά διεπίστωσα την διολίσθησι του λογισμού του καθώς και τον ορθολογισμό τον οποίο χρησιμοποιεί δια να δώση ανάλογες ερμηνείες στα κείμενα, ενώ θα έπρεπε για το κάθε τι να συμβουλεύεται τους Πατέρες και όχι τους συγχρόνους ερευνητές. Θα αναφερθώ λοιπόν ενδεικτικά σ’ αυτά που εγώ ερεύνησα αφήνοντας τα υπόλοιπα σε άλλους πιο αρμοδίους. Άλλωστε το θέμα μας αφορούσε τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη και όλα αυτά θα ηδύναντο να χαρακτηρισθούν ως εκτός θέματος.


1. Η θέσις του αγαπητού Ι.Κ. σε πολλά σημεία των παρατηρήσεών του ότι «οι Σύνοδοι και οι Πατέρες εδογμάτισαν απλανώς και όχι αλαθήτως » είναι ακατανόητος και νομίζω ότι παίζει με τις λέξεις. Διότι πως εκ του αντιθέτου μία Σύνοδος είναι απλανής όταν σε δογματικό επίπεδο διδάσκει λάθος; Και πως μία Σύνοδος η οποία διδάσκει δογματικά λάθος είναι απλανής; Άρα λοιπόν εφ’ όσον δέχεται ότι διδάσκουν σε δογματικό επίπεδο λάθος οι Σύνοδοι και δη οι Οικουμενικές δεν είναι δυνατόν να είναι απλανείς. Νομίζω ότι οι όροι «απλανώς και αλαθήτως» ταυτίζονται. Σε εναντία περίπτωσι πρέπει να οριοθετήσωμε τις έννοιες των λέξεων για να διαπιστώσωμε που διαφέρουν.


2. Στη παράγραφο (1) αδελφέ Οδυσσέα, ο αγαπητός Ι.Κ. γράφει: «Τόσον η καταγραφή, ότι ο Χριστός γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός, όσον και ο αφορισμός αφαιρέθηκαν από τον όρο του Συμβόλου της Πίστεως της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, διότι περιέχουν σοβαρά δογματικά σφάλματα. Πρώτο σφάλμα...... Δεύτερο σφάλμα....».
Κατ’ αρχάς στο σημείο αυτό ο αγαπητός Ι.Κ. φάσκει και αντιφάσκει. Διότι ανωτέρω ανέφερε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι εδογμάτισαν «απλανώς» και μετά από λίγο αναφέρει δια την Α’ Οικουμενική ότι ο όρος της περιέχει «σοβαρά δογματικά σφάλματα». Πως ταιριάζει το «απλανώς» με το «σοβαρά δογματικά σφάλματα» ειλικρινά δεν μπορώ να το κατανοήσω. Ούτε βεβαίως και ο Μ. Αθανάσιος συμφωνεί με τον Ι.Κ. επειδή γράφει «Κρατείτω γαρ τα εν Νικαία παρά των Πατέρων ομολογηθέντα˙ ορθά γαρ εστί και ικανά πάσαν ασεβεστάτην αίρεσιν ανατρέψαι και μάλιστα την Αρειανήν την εις τον Λόγον του Θεού δυσφημούσαν και εξ ανάγκης εις το Πνεύμα αυτού το Άγιον δυσσεβούσαν». (Επιστολή προς Μάξιμο Φιλόσοφο ΒΕΠΕΣ 33, 168). Ο δε Ιωσήφ ο Βρυένιος μας διασώζει την πληροφορία ότι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ανέφερε στον Φιλόσοφο «Δέχου μία θεότητα του Πατρός του γεννήσαντος το Υιόν ανεκφράστως, και του Υιού του γεγεννημένου εξ αυτού και του αγίου Πνεύματος του εκπορευομένου εξ αυτού του Πατρός» (Α Οἰκουμενική προς Φιλόσοφον, εκ των ευρεθέντων Ιωσήφ Βρυεννίου, τομ. Α σελ.128, εκδ. Ρηγόπουλου). Είναι άξιον απορίας πως ο Ι.Κ. διέστρεψε την ερμηνεία του κειμένου «Και εις ένα Κύριο Ιησού Χριστό τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός» και εθεώρησε ότι εγεννήθη εκ της ουσίας του Πατρός, ενώ το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός» σημαίνει «δηλαδή ομοούσιον με τον Πατέρα» η «δηλαδή εκ της ιδίας ουσίας του Πατρός».
Όλα επίσης τα άλλα τα οποία αναφέρει σ’αυτήν την παράγραφο ο Ι.Κ. περί δήθεν «βασικών αλλαγών», τις οποίες επέφερε η Β Οἰκουμενική στο σύμβολο της Α εἶναι βεβαίως λάθος, διότι η βάσις και το θεμέλιο στο οποίο στηρίχθηκε η Β Οἰκουμενική ήτο η Α , δηλαδή η Θεότης και ομοουσιότης του Υιού και του Αγ. Πνεύματος με τον Πατέρα. Όλα τα άλλα τα οποία προσέθεσε περί αναφοράς στην Παρθένο Μαρία, στην Σταύρωσι, στην Ανάστασι κλπ. δεν είναι αλλαγές αλλά ανάπτυξι και διασάφησι καθώς και τα επόμενα τα οποία αφορούν την βάπτισι, την Εκκλησία, την ανάστασι των νεκρών κλπ. Αν επρόκειτο περί αλλαγών και μάλιστα βασικών η Α Οἰκουμενική δεν θα εδογμάτιζε απλανώς, ούτε βεβαίως θα ήτο η βάσις και το θεμέλιο όλων των Οικουμενικών Συνόδων και η αναφορά εις αυτήν όλων των Αγ. Πατέρων. Δια να πεισθή δε ο αγαπητός Ι.Κ. σ’ αυτό το σημείο και να μη νομίση ότι λέγομε ιδικές μας θεωρίες η προσπαθούμε να δικαιολογήσωμε τα κατ’ αυτόν «σοβαρά δογματικά σφάλματα» της Α Οἰκουμενικῆς, ας μελετήσει την υποσημείωσι του Αγ. Νικοδήμου στον Ζ Κανόνα της Γ Οἰκουμενικῆς Συνόδου και θα εύρη άφθονα στοιχεία ικανά να πείσουν και τον πλέον δύσπιστον αλλά καλοπροαίρετον αναγνώστη. Εδώ αναφέρω μόνο μία πρότασι από την εν λόγω υποσημείωσι του Πηδαλίου προς πίστωσι των λεγομένων. «Ότι δε ανέπτυξαν μάλλον η επρόσθεσαν οι της Β Πατέρες εις το της Πρώτης αυτολεξεί μαρτυρούσι πολλοί.....». Αυτό πάλι το οποίο αναφέρει ο αγαπητός Ι.Κ. στην παράγραφο (4) των παρατηρήσεών του, ότι δηλαδή «Η Β Οικουμενική Σύνοδος αναφέρει " και εις το Πνεύμα το άγιον το κύριον το ζωοποιόν.... δια των προφητών",
ούτε η θεότητα του Αγ. Πνεύματος αναφέρεται ούτε η ομοουσιότητα. Αυτό δείχνει την αδυναμία της Εκκλησίας να το δεχθή» είναι νομίζω τελείως εκτός πραγματικότητος και παρουσιάζει μία Εκκλησία η οποία δεν γνωρίζει τι της γίνεται. Το ότι αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως και η Θεότητα και η ομοουσιότητα του Αγ. Πνεύματος αποδεικνύεται από το ότι η Γ’ Οικουμενική με ειδικό όρο και επί ποινή αναθεματισμού απηγόρευσε οιανδήποτε προσθήκη και αφαίρεσι στο Σύμβολο, διότι ως προς το δόγμα της Αγ. Τριάδος το εθεώρησε άρτιο και πλήρες. Το ίδιο έκαναν και οι επόμενες Οικουμενικές. Η Β δέ Οικουμενική εις τον Ε κανόνα της αναφέρει «Περί του τόμου των Δυτικών και τους εν Αντιοχεία απεδεξάμεθα τους μίαν ομολογούντες Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος θεότητα». Πως λοιπόν την ενομοθέτησε στον ιερό κανόνα της καθ’ όσον την αρνείται η την παρασιωπά στο ιερό σύμβολο; Νομίζω ότι όταν κάποιος μελετά καλοπροαίρετα και διαρκώς όπου έχει απορίες συμβουλεύεται τους Αγ. Πατέρες κατευθύνει τον λογισμό του πως να ερμηνεύση και να κατανοήση αυτά τα οποία αυτοί εδίδαξαν. Όταν πάλι μελετά στηριζόμενος στον ιδικό του λογισμό και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν τότε και ο ίδιος μπερδεύεται και τους άλλους προβληματίζει.

Το χωρίον του Αγ. Αθανασίου το οποίο αναφέρει ο Ι.Κ. στην παράγραφο (5) το απομονώνει και προφανώς το καρατομεί κατά την μετάφρασι. Το όλο χωρίο έχει ως εξής: «Ει μεν ουν μη ταύτα γράψας ην ο Απόστολος εν τη προς Εβραίους Επιστολή, καν εκ των άλλων Επιστολών αυτού, και πάσης της Γραφής αληθώς εκωλύοντό τι τοιούτον φαντάζεσθαι περί του Λόγου˙ επειδή δε αυτός τε έγραψε, και εν τοις έμπροσθεν δέδεικται γέννημα της του Πατρός ουσίας ων ο Υιός˙ και αυτός μεν δημιουργός, τα δε δημιουργείται παρ’ αυτού˙ και αυτός μεν απαύγασμα και Λόγος, και εικών, και σοφία του Πατρός εστι, τα δε γενητά κάτω που της Τριάδος εστί παραστήσοντα και δουλεύοντα »(P.G.26, 133A). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο άγιος αναφέρεται στην ομοουσιότητα του Υιού και του Πατρός. Δι’ αυτό το «γέννημα της του Πατρός ουσίας ο Υιός» θα το μεταφράσωμε, ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Εδώ βοηθά πολύ τη σκέψι μας ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος ο οποίος αναφερόμενος στις λέξεις και στα νοήματα λέγει: « Ουδέ γαρ εν ήχοις ρημάτων εστίν η ευσέβεια, αλλ’ εν τη των νοημάτων ορθότητι• όθεν καν γνήσιον είη το ρήμα, νόθον δε το νόημα, ως αλλότριον ηγούμεθα τον λέγοντα, και απόβλητον• καν ξενίζον και ασύνηθες, λέγεται δε κατ’ ευσεβή λόγον, δια το ευσεβές του σημαινομένου τοις ευσεβέσιν εγκρίνομεν• το μεν γαρ ασεβείν παντελώς κεκώλυται, καν ποικίλοις ρήμασι και πιθανοίς σοφίσμασι περιβάλλειν αυτό τις επιχειρή, το δ’ ευσεβείν όσιον παρά πάσιν ομολογείται, καν ξενιζούσαις λέξεσί τις χρήται, έως μόνον ο λέγων ευσεβές έχει το φρόνημα, και δι’ αυτών ο νενόηκεν ευσεβώς βούλεται σημαίνειν»• λέγει δε και ο ιεροφάντης Διονύσιος, «ότι άλογον και σκαιόν το μη τη δυνάμει του σκοπού προσέχειν, αλλά ταις λέξεσι»(Τόμος Α , σελίς 109). Με αυτό λοιπόν το πνεύμα λίγο κατωτέρω αναφέρει: «Εκ δε της ουσίας του Υιού το Πνεύμα λέγοντες, ουχ ως εκ της υιϊκής προϊόν υποστάσεως τούτο οι άγιοι λέγουσιν, αλλ’ ως πρόσωπον και αυτό της αυτής ουσίας, ης άρα και ο Υιός» (Σελ 110).
Έτσι λοιπόν θα μεταφράσωμε και το χωρίο του Αγ. Αθανασίου και δεν θα αναφωνή αδελφέ Οδυσσέα ο αγαπητός Ι.Κ. «Τεράστιο δογματικό λάθος», σα να έκανε μία σπουδαία ανακάλυψι η να έγινε διορθωτής των αγίων αλλά απεναντίας πρέπει να κατανοήση ότι έγινε παρερμηνευτής και διαστροφεύς.
Αυτό πάλι το οποίο αναφέρει στην ίδια παράγραφο «Το άγιον Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού...πρόεισι (προέρχεται, εκπορεύεται) δε εκ Πατρός και Υιού πρόδηλον ότι της θείας εστίν ουσίας ουσιωδώς εν τω αυτώ και εξ αυτής προϊόν»(P.G.75,584 A).
Τεράστιο δογματικό λάθος και γενεσιουργός αιτία της αιρέσεως του Filioque. Αποτελεί έτοιμη τροφή στους Παπικούς οι οποίοι κατά κόρον το επικαλούύνται».

Φαίνεται αδελφέ Οδυσσέα ότι ο αγαπητός Ι.Κ. θέλησε να γίνη διορθωτής των αγίων, αλλά με λάθος μέθοδο διότι τους παρερμηνεύει και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος παρέχει έτοιμη τροφή στους Παπικούς. Και οι μεν Παπικοί οι οποίοι ζητούν έτοιμη τροφή είναι λογικό να παρερμηνεύουν τους αγίους, εμείς όμως όχι.
Η αιτία λοιπόν της παρερμηνείας του Ι.Κ. στο εν λόγω χωρίον του Αγ. Κυρίλλου είναι στη λέξι «πρόεισι», την οποία ερμηνεύει με το «προέρχεται, εκπορεύεται» και εκ τούτου καταστρέφει και τρόπόν τινα δολοφονεί όλο το κείμενο του αγίου.
Άκουσε λοιπόν αδελφέ Οδυσσέα από τον Ιωσήφ τον Βρυέννιο πως ερμηνεύεται το «πρόεισι»:
«ότι δια στενότητα γλώττης παρά τοις Ιταλοίς, ουχ εύρηται ουδ’ η ΕΚΠΟΡΕΥΣΙΣ τούνομα, ουδέ το ΕΚΠΟΡΕΥΕΣΘΑΙ ρήμα˙ όθεν αντί μεν του ειπείν η εκπόρευσις, η πρόοδος φασιν˙ αντί δε του εκπορεύεται, το πρόεισι λέγουσι˙ και το δεινότατον, ότι και ταύτα τοις παρ’ ημών λεγομένοις είναι ταυτά νομίζουσι˙ το δ’ ου τοιούτόν εστιν, ουδαμώς. Ημίν γαρ αι φωναί αύται επί του αγίου Πνεύματος λεγόμεναι, η ΠΡΟΟΔΟΣ προς την ΕΚΠΟΡΕΥΣΙΝ, και το ΠΡΟΕΙΣΙ προς το ΕΚΠΟΡΕΥΕΤΑΙ, τοιαύτην έχει την διαφοράν, οίαν έχει τα γένη προς τα είδη, η τα κοινά προς τα ίδια, η τα καθόλου προς τα καθ’ έκαστα»(Εκ των ευρεθέντων Ιωσήφ Βρυεννίου, τόμος Α , σελ. 189). Και λίγο κατωτέρω διασαφηνίζοντας τη λέξι «πρόεισι» λέγει:
«Πάλιν η σημασία και της πρόεισι και της εκπορεύσεως λέξεως, το εξέρχεται σημαίνειν δοκούσα κανταύθα, τοις μη μετ’ εμπειρίας ακούουσι, πολλήν απάτην προς όλισθον εμποιεί˙ δοκούσι γαρ αυτίκα εξέλευσίν τινα χρονικήν και τοπικήν της του αγίου Πνεύματος υποστάσεως, από τινος προσώπου επί τι πράγμα, η τόπον, η πρόσωπον˙ το δ’ ου τοιούτόν εστιν˙ ημίν γαρ ευσεβώς το μεν εκ του Πατρός εκπορεύεται λεγόμενον επί του Πνεύματος, αντί του υφέστηκεν εκ του Πατρός μόνον κάι έστι και νομίζεται˙ διο και μετά προσδιορισμού τούτο λέγεται, και ουκ από τινος εις τι κίνησιν αυτού δηλοί και προέλευσιν, αλλά καθ’ ύπαρξιν και μονιμότητα˙ το δε πρόεισιν, αντί του προχείναι η των αυτού χαρισμάτων δαψίλεια προς ημάς, και εκ Πατρός και Υιού, και εκ Πατρός δι’ Υιού˙ και ον τρόπον εκ του Πατρός γεννάσθαι λέγομεν τον Υιόν, ήτοι αδιαστάτως και αϊδίως υφίστασθαι εν αυτώ τω Πατρί˙ ουκ εν χρόνω, ουκ εν τόπω, ου δια τι, αλλά καθ’ αυτόν αρρήτως και υπέρ πάσαν αιτίαν, τον αυτόν τρόπον φαμέν και το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι˙ τουτέστι παρ’ αυτού προσωπικώς ουσιούσθαι, υπέρ άπασαν έννοιαν˙ ου μεταβατικώς εκπορευόμενον, ουχ ένεκά του, ου χρονικώς, ου προς τινας, ούκουν γε˙ αλλά και μόνιμον ύπαρξιν, και του Θεού λόγου συνάναρχον˙ καν ο μεν γεννητώς πατρόθεν έχει το είναι, το δ’ εκπορευτώς, άλλον τρόπον ανέκφραστον»(Εκ των ευρεθέντων Ιωσήφ Βρυεννίου, τόμος Α , σελ. 190).
Στο εν λόγω όμως χωρίο του Αγ. Κυρίλλου δεν δικαιολογείται καμμία παρερμηνεία από εμάς τους Ορθοδόξους, αλλά μόνο από τους Παπικούς. Διότι ο άγιος εδώ αναφέρεται στην φανέρωσι του Αγ. Πνεύματος και όχι στην εκπόρευσι. Το όλο χωρίο έχει ως εξής:
«Αλλ’ όπερ ο μακάριος Μωσής εμπεφυσήσθαι παρά Θεού τω ανθρώπω διϊσχυρίσατο, τούτο Χριστός ανανεών εν ημίν μετά την εκ νεκρών αναβίωσιν, ενεφύσησε τοις εαυτού μαθηταίς λέγων˙ «λάβετε Πνεύμα άγιον» ίνα πάλιν αναμορφωθέντες εις την εξ αρχής εικόνα, σύμμορφοι φαινώμεθα τω πεποιηκότι δια της του Πνεύματος μετοχής. Ότε τοίνυν το Πνεύμα το άγιον εν ημίν γενόμενον, συμμόρφους αποδεικνύει Θεού, πρόεισι δε και εκ Πατρός και Υιού, πρόδηλον ότι της θείας εστίν ουσίας, ουσιωδώς εν αυτή και εξ αυτής προϊόν. Ώσπερ ουν αμέλει και το εξ ανθρωπείου στόματος εκτρέχον εμφύσημα, ει και μικρόν και ουκ άξιον του λόγου το υπόδειγμα˙ πάντα γαρ υπερέχει Θεός» (P.G.75,583 A).
Θα ηδύνατο να βοηθηθή στην μετάφρασι του εν λόγω χωρίου ο Ι.Κ. αν δεν το απομόνωνε από το αμέσως προηγούμενο: «Ότε τοίνυν το Πνεύμα το άγιον εν υμίν γενόμενον συμμόρφους αποδεικνύει Θεού πρόεισιν δε και εκ Πατρός και Υιού κλπ.». Δηλαδή όταν το Αγ. Πνεύμα έλθη σ’ εμάς μας θεοποιεί (μας κάνει να ομοιάζωμε με τον Θεό) προχέεται δε (η πέμπεται η φανερώνεται) από τον Πατέρα και τον Υιό και αποδεικνύει ότι είναι και αυτός της θεϊκής ουσίας, υπάρχον ουσιωδώς εις αυτήν και από αυτήν χαρίζεται (παρέχεται). Εδώ ο άγιος Κύριλλος ομιλεί δια το εμφύσημα στους μαθητάς και για την παρουσία του Αγ. Πνεύματος μέσα μας και ως εκ τούτου ουδέ υπόνοια πρέπει να έχωμε περί εκπορεύσεως αυτού.
Άρα λοιπόν το «τεράστιο δογματικό λάθος» ανήκει στον αγαπητό Ι.Κ. και όχι στον Αγ. Κύριλλο.

Το ότι στην ίδια παράγραφο ο Ι.Κ. θεωρεί πάλι «τεράστιο δογματικό λάθος» το πολυσυζητημένο και πλήρως ερμηνευόμενο από τους Αγ. Πατέρες χωρίον του Αγ. Κυρίλλου «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» νομίζω ότι αυτό το λάθος πρέπει να το βλέπη μόνο εκείνος ο οποίος τελείως αυθαίρετα ερμηνεύει το κείμενο, χωρίς να συμβουλεύεται καθόλου τους Αγ. Πατέρες.
Προς τούτο θα σου αναφέρω όχι χωρία των αγίων αλλά τα υμνολογικά κείμενα τα οποία ψάλλει η Εκκλησία κατά την Κυριακή των Αγ. Πατέρων της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στους κανόνες του όρθρου: «Εξακοσίων αριθμός τριάκοντα, ευσεβεστάτων ανδρών, την Ευτυχούς πλάνην, και Σεβήρου αίρεσιν, καταβαλόντες έφασαν˙ Εν δυσί ταις ουσίαις, Χριστόν κηρύττομεν βαίνοντες, έπεσι Κυρίλλου του μάκαρος» (α ὠδή β κανόνος), «Μίαν ειπών, φύσιν του Λόγου επήγαγε, σαρκωθείσαν, φύσιν ανθρωπότητος, άνευ τροπής όλως και φυρμού, ο Αλεξανδρέων, διδάσκαλός τε και πρόεδρος, τρανώς τας δύο φύσεις, και θελήσεις διδάσκων, τους φρονείν ορθοδόξως εθέλοντας» και «Δύο Χριστού, άπαντες φύσεις κηρύττομεν, ασυγχύτως, πάσαν την δυσσέβειαν, του Ευτυχούς άρδην οι πιστοί, και του Διοσκόρου, του άφρονος στηλιτεύοντες, επόμενοι τω όρω, των Αγίων Πατέρων, και Κυρίλλου του θείου τοις έπεσιν» (δ’ ωδή β’ κανόνος) και «Αι δύο επιστολαί, Κυρίλλου αι προς τον Σούκενσον, αποσταλείσαι ποτέ, Εώας τον πρόεδρον, ελέγχουσιν άπασαν, την Σεβήρου πλάνην, ευσεβώς Χριστόν κηρύττουσα» , « Ο Κύριλλος τον Χριστόν, κηρύττει εν δύο φύσεσι, και ενεργείαις διτταίς, Σεβήρου την αίρεσιν, του άνου τρεπόμενος˙ διο πάντες τούτου, τοις διδάγμασιν εμμένομεν» (στ ὠδή β κανόνος).

Εδώ αδελφέ Οδυσσέα τα τροπάρια τα οποία ψάλλει η Εκκλησία λέγουν ότι για να κηρύξουν οι Πατέρες τις δύο φύσεις του Χριστού εστηρίχθηκαν στην διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου και ο αγαπητός Ι.Κ. λέγει το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή ο άγιος εδίδαξε «μία φύσι μετά την ένωσι» και αναφωνεί «τεράστιο δογματικό λάθος». Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο σκέψεως και ερεύνης είναι αδύνατον να μη βλέπωμε παντού τεράστια δογματικά λάθη και δι’ αυτό γινόμεθα οι ίδιοι πολέμιοι των αγίων, εφ’ όσον τους παρερμηνεύομε.
Επειδή λοιπόν και εγώ, αδελφέ Οδυσσέα δεν είμαι άξιος ούτε να κατανοήσω, ούτε να ερμηνεύσω τους αγίους σου ανέφερα αποσπάσματα από αυτούς ώστε να μη φανή ότι λέγομε η ερμηνεύομε κάτι αυθαίρετα.
Δεν δύναμαι όμως να απαντήσω σε όλα τα σημεία των παρατηρήσεων του Ι.Κ., διότι αυτό απαιτεί πολύ χρόνο και έρευνα και δυστυχώς εγώ δεν τον έχω, χωρίς βεβαίως να σημαίνη ότι στα υπόλοιπα τα οποία δεν απαντώ συμφωνώ.
Είναι γεγονός ότι σχεδόν σε όλα τα σημεία της μελέτης του διαφωνώ και πιστεύω ότι δεν προσπαθεί να φέρη σε συμφωνία τις γραφές και τους αγίους.
Και βεβαίως όταν κάποιος του το υποδείξη δεν το αποδέχεται.
Για παράδειγμα στην παράγραφο (18) των παρατηρήσεών του αναφέρει λάθη μεταξύ των Ευαγγελιστών στην επί του όρους λεγομένη ομιλία.
Γράφει λοιπόν : «Όπως μπορεί ο καθένας να αντιληφθή άλλο είναι "οι πτωχοί"» και άλλο "οι πτωχοί τω πνεύματι". Και έστω και αν ισχύουν και οι δύο αυτές φράσεις για την χριστιανική πίστι δεν είπε ο Χριστός και τις δύο. Μία από τις δύο είπε. Τι είπε όμως;»
Πόσο εύκολο είναι, αν έτσι σκεπτώμεθα, αδελφέ Οδυσσέα, να βλέπωμε παντού λάθη. Το σίγουρο είναι ότι ο Χριστός δεν είπε τίποτε από τα δύο, διότι απλούστατα ωμίλει στην Εβραϊκή η την Αραμαϊκή διάλεκτο, αλλά ότι είπε και τα δύο σύμφωνα με τις ερμηνείες των Πατέρων. Διότι «πτωχοί» και «πτωχοί τω πνεύματι» είναι κατά τους αγίους οι εκουσίως πτωχοί, δηλαδή αυτοί οι οποίοι επροτίμησαν την πτωχεία ως οδό σωτηρίας, ενώ θα ηδύναντο να ζήσουν καλύτερα.
Τι θα έλεγε όμως ο αγαπητός Ι.Κ. για την εξώφθαλμη διαφορά μεταξύ των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά, την στιγμή κατά την οποία ο ένας λέγει ότι αυτή την ομιλία την έκανε ο Χριστός στο όρος, ενώ ο άλλος σε τόπο πεδινό;
Άκουσε λοιπόν πως οι Πατέρες φέρουν σε συμφωνία τους ευαγγελιστές και κατενόησε τον τρόπο με τον οποίο και εμείς πρέπει να σκεπτόμεθα.
Το κείμενο είναι του Θεοφάνους του Κεραμέως και λέγει τα εξής:
«Ιδών δε τους όχλους, ανέβη εις το όρος, και προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού, και ανοίξας το στόμα εδίδασκεν αυτούς. Και μην ο θείος Λουκάς εν πεδιάδι φησί τον Κύριον, και ποιήσαι των μακαρισμών τον κατάλογον ούτως ειπών˙"Έστη ο Ιησούς επί τόπου πεδινού. " Ουκ εναντιούνται δε αλλήλοις, αλλά και σφόδρα συνάδουσιν. Έστι μεν γαρ και όρος ιδείν πεδινόν, επειδάν ύψος μεν έχει, και από της γης διανάστημα, ου μην οχθώδές εστι, και απόκρημνον, ως ακροσφαλείς ποιείσθαι των επιβαινόντων τας στάσεις, αλλ’ ασφάλειαν παρέχει τοις ισταμένοις δια την υπτιότητα. Περί του τοιούτου φησίν όρους η προφητικωτάτη του Ησαΐου φωνή˙ "Επ’ όρους πεδινού άρατε σημείον. " Δια μεν ουν το από γης εις ύψος ανέχειν όρος υπό του Ματθαίου ωνόμασται˙ δια δε την ενούσαν τω όρει υπτιότητα τόπον πεδινόν φησίν ο Λουκάς. Έστι δε τοιαύτη της αρετής η ανάβασις˙ υψηλή μεν και μετέωρος, άτε των χαμαιζήλων παθών υπεραίρουσα, βεβαία δε τω αναβεβηκότι και ασφαλής».(P.G.132, 909 C).
Άκουσε τώρα και την ερμηνεία και συμφωνία των Ευαγγελιστών από τον Αγ. Κύριλλο «Μακάριοι οι πτωχοί. Εις καινότητα μεν ουν ζωής ευαγγελικής μετά την χειροτονίαν καταρρυθμίζων τους εαυτού μαθητάς ο Σωτήρ, ταύτά φησί. Περί ποίων δε άρα πτωχών ταύτα έλεγεν, αναγκαίον ιδείν. Εν μεν γαρ τω κατά Ματθαίον, μακαρίους έσεσθαί φησί τους πτωχούς τω πνεύματι, και αυτών είναι την βασιλείαν των ουρανών˙ ίνα νοώμεν πτωχόν τω πνεύματι, τον μετριόφρονα και συνεσταλμένον ώσπερ έχοντα νουν˙ αξιοζήλωτος δε ο τοιούτος και Θεώ γνώριμος. Και γουν έφη δι’ ενός των αγίων προφητών˙ "Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;" Έφη δε και ο προφήτης Δαβίδ, ότι "Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει". Ναι μεν και αυτός ο Σωτήρ˙ "Μάθετε απ’ εμού, φησίν, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία. " Εν δε γε τοις προκειμένοις ημίν αναγνώσμασι, μακαρίους έσεσθαί φησί τους πτωχούς, ου προσκειμένου του, πνεύματι. Ούτω δε φασιν οι ευαγγελισταί, ουκ αλλήλοις εναντιούμενοι, αλλά μεριζόμενοι πολλάκις τα διηγήματα˙ και ποτέ μεν δια των αυτών βαδίζουσιν κεφαλαίων, ποτέ δε το τω ενί παραλειφθέν, έτερος ταις ιδίαις εντίθησι συγγραφαίς˙ ίνα μηδέν των αναγκαίων εις όνησιν λαθείν δυνηθή τους πιστεύοντας εις Χριστόν. Έοικε τοίνυν πτωχούς ονομάζειν εν τούτοις, τους φιλοκερδείας κρείττονας, και τον τρόπον έχοντας αφιλάργυρον. Και γουν ο σοφώτατος Παύλος αρίστων ημίν μαθημάτων εισηγητής αναδείκνυται, λέγων˙ "Αφιλάργυρος ο τρόπος, αρκούμενος τοις παρούσι. " Προσετίθει δε τούτοις, ως "Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα. " Έδει γαρ, έδει το σωτήριον και ευαγγελικόν μέλλοντας αυτούς διαγγέλλειν κήρυγμα, αφιλόπλουτον έχειν το φρόνημα, και εύσχολον επί τα κρείττω την επιθυμίαν. Ου πάντων δε των εν ευπορία όντων ο λόγος καθάπτεται, μόνων δε εκείνων των περί τα χρήματα τον πόθον κεκτημένων. Τίνες δε εισιν ούτοι; Οι μεν της του Κυρίου φωνής ακούοντες λέγοντος˙ "Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, "κ.τ.λ.» ((P.G.72, 589 Α). Δεν θέλω να αναφέρω τίποτε άλλο επί του θέματος, παρά μόνο ότι οι Πατέρες και τις φαινομενικές διαφορές τις απαλείφουν, ενώ εμείς όλα τα βλέπομε ύποπτα και προσπαθούμε σε όλα να βρούμε λάθη.

Στην παράγραφο (18) επίσης αναφέρει ο αγαπητός Ι.Κ. ότι το κείμενο (Ματθαίου 28, 19-20) περί βαπτίσεως εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος είναι «εμβόλιμο», δηλαδή νόθο και φέρει ως μαρτυρία προς τούτο τον, όπως τον χαρακτηρίζει δογματολόγο (μήπως θα έπρεπε να γράψη μέγα δογματολόγο;) Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα.
Το πρόβλημά τους είναι ότι ενώ ο Κύριος στον Ματθαίο παρήγγειλε να βαπτίζουν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος, στις πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές του Απ. Παύλου αναφέρεται ότι οι Απόστολοι εβάπτιζον εις το όνομα του Χριστού. Η εύκολη δε λύσις του δογματολόγου Ιωάννη Ζηζιούλα και του Ι.Κ. είναι να αποφασίσουν ότι το χωρίο του Ματθαίου είναι εμβόλιμο και νόθο. Δυστυχώς όμως ο Μ. Φώτιος δεν συμφωνεί μαζί των και ως εκ τούτου έχουμε πρόβλημα με ποιόν θα συνταχθούμε. Μετά του Μ. Φωτίου η μετά του Περγάμου Ιωάννη. Αυτό θα αφήσωμε να μας το πη ο αγαπητός Ι.Κ. Λέγει λοιπόν ο Φώτιος στα Αμφιλόχια στην ΜΓ (43η) ερώτησι, την οποία του έθεσε ο φίλος του Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Κυζίκου: «Τι δη ποτε του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος βαπτίζειν μυσταγωγήσαντος, οι απόστολοι και μαθηταί αυτού ουχ ούτως, αλλ’ εις το όνομα του Κυρίου Ιησού εβάπτιζον;». Η απάντησις του Μ. Φωτίου είναι μακροσκελής και θεολογικωτάτη και αναλύει πως οι Απόστολοι εβάπτιζον εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος και συγχρόνως έλεγον ότι εβάπτιζον εις το όνομα του Χριστού. Εγώ θα αναφέρω δύο μόνο βασικά της σημεία και αν θέλη ο αγαπητός Ι.Κ. να φωτισθή περισσότερο δύναται να την μελετήση ολόκληρη. Λέγει λοιπόν μεταξύ άλλων ο άγιος:
«Εβάπτιζον μεν ουν οι απόστολοι κατά την του Σωτήρος εντολήν και βαπτίζειν άλλοις παρεδίδοσαν, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και το δόγμα ήπλωτο πανταχού και τοις έργοις ο νόμος εκράτει και το κήρυγμα την οικουμένην περιέτρεχεν˙ ελέγοντο δε βαπτίζειν εις το όνομα του Χριστού και εν τω ονόματι του Κυρίου και εις το θάνατον του Χριστού και όσα τοιαύτα, ουχ ότι το της παλιγγενεσίας δώρον δια της τοιαύτης επικλήσεως των ονομάτων ιερούργουν, αλλ’ ότι κατά τον εκείνου νόμον και ην εδωρήσατο μυσταγωγίαν, κατ’ εκείνην την του βαπτίσματος τοις μυουμένοις παρείχοντο χάριν. Εις όνομα ουν Χριστού και εις Χριστόν και εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού βαπτίζειν τους αποστόλους όταν ακούσης, τον νουν εφίστη και κατανόει, ότι δια τούτο βαπτίζειν ούτως ελέγοντο, διότι πανταχού τον του Χριστού νόμο βαπτίζοντες εκρατύνοντο, ουδέν αφαιρούντες, ουδέν προστιθέντες, αλλ’ εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος την καθάρσιον μυσταγωγίαν τοις προσιούσιν ιερουργούμενοι. Οις ουν εισηγητήν και μυσταγωγόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν οι βαπτίζοντες της ιεράς ταύτης τελεταρχίας ανεκήρυττον, τούτους ακόλουθον ην και ειδέναι και λέγειν ότι εις το όνομα του Χριστού και εν τω ονόματι του Χριστού εβάπτιζον, και όσα τοιαύτα κατά τον όμοιον τύπον της φωνής εκφερόμενα σχηματίζεται˙ τούτ’ έστιν εβάπτιζον οι απόστολοι ως παρέλαβον, ως ο διδάσκαλος παραδέδωκεν, ως το του Κυρίου θεσπίζει πρόσταγμα, ως η του μυσταγωγήσαντος δόξα εκηρύττετο. Και γαρ και το όνομα λέγεται ου μόνον ο δηλοί το κύριον και αφωρισμένον της υποστάσεως, αλλ’ ουδέν έλαττον και την δόξαν και την τιμήν και τον έπαινον˙ πολλή γαρ κατά τούτό γε το σημαινόμενον η χρήσις της φωνής, ου μόνον παρ’ ημίν, αλλά και οις το περί τας λέξεις φιλότιμον μέγα σοφίας χρήμα νομίζεται. Έστιν ουν ακούειν λεγόντων ως "όνομα κατέλιπε τω βίω", αντί του δόξαν περί αυτού και έπαινον˙ και " ανά παντός ην αυτού στόματος το όνομα", αντί του παρά πάντων επαίνοις εστέφετο και πολλής απήλαυε της τιμής, και πολλά τοιαύτα. Και παρ’ ημίν δε ιερολογείται, "ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη", αντί του η δόξα σου και το εξαίρετον της τιμής. Ναι δη και ο σοφός τα θεία και τα ανθρώπινα , Παύλον λέγω, των αποστόλων το καύχημα, ούτω τη φωνή κεχρημένος φαίνεται˙ λέγει γαρ, "ουκ εβάπτισα, ει μη Κρήσπον και Γάϊον˙ εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον"˙ και μετ’ ολίγον, "ίνα μη τις είπη, ότι εις το εμόν όνομα εβάπτισα". Ου γαρ τούτο λέγει, άπαγε, ότι "την τελετήν του βαπτίσματος ουκ επί τω ιδίω μυσταγωγών ώφθην ονόματι"˙ επεί και τον Στεφανά οίκον και τους άλλους ους εβαπτίσατο, ουχί Παύλον επικαλούμενος την αναγέννησιν αυτοίς εχαρίζετο˙ ουδείς γαρ ουδέ των αθεωτάτων ταύτην αν την συκοφαντίαν τω Παύλω προσέρριψεν, ίνα κακείνος λόγον εποιείτο την τοιαύτην τερατείαν αποσκευάσασθαι. Αλλά τι ποτε ην ο λέγει, η ότι, δια τούτο μη προηγούμενον έργον εθέμην το βάπτισμα, ίνα μη τω πλήθει των βαπτιζομένων δόξαν εμαυτώ περιάπτειν τοις βασκάνοις λέγειν και τα κάλλιστα τω φθόνω βάλλειν βίον ποιουμένοις πρόφασιν επί διαβολή παρέξω και την σωτηρίαν των αναγεννωμένων καπηλεύειν, επαίνοις ιδίοις το δώρον του Πνεύματος ενυβρίζων; Και δι’ άλλων δε μυρίων έστι συνιδείν, ως η δόξα και ο έπαινος και η τιμή σημαίνεται τω ονόματι» και εις το τέλος της απαντήσεως συνοπτικώς αναφέρει: «Καιρός δ’ αν είη συνοράν δι’ όσων του εξ αρχής απορήματος επιχειρημάτων προελήλυθεν η λύσις. Πρόεισι μεν γαρ καθ’ ένα λόγον διαστελλομένων των σημαινομένων του ονόματος και της συγχύσεως διακρινομένης, ώστε σαφώς ειδέναι πότε μεν το κύριον αυτό καθ’ εαυτό το "όνομα" σημαίνει, πότε δε δόξαν και τιμήν του ονομαζομένου, και ποτέ την διδασκαλίαν αυτού και το κήρυγμα. Συνεπικροτεί δε την λύσιν και το λαβείν επιστήμην μη διαπαντός έπεσθαι τω τύπω της φωνής την των νοημάτων ομοιότητα. Ουδέ γαρ το "εις το θάνατον του Χριστού", ουδέ το "Χριστόν βαπτισθήναι" λέγεσθαι, ούμενουν, αλλ’ ουδέ το "εις εν σώμα", δια το σχήμα της φωνής την αυτήν παραστήσουσι διάνοιαν, αλλ’ όσον ταύτα τη προφορά των ρημάτων και των ονομάτων συνεγγίζει τε και συσχηματίζεται, τοσούτον απ’ αλλήλων κατά την των νοημάτων διέστηκεν ετερότητα, και προς τούτοις α ταις άλλαις επιδέδεικται των ατόπων συνεπομένων επιλύσεσιν. Έτι δε ότι μηδέ οίόν τε ην των μαθητών την του διδασκάλου νομοθεσίαν καινοτομούντων, ετέρωθεν ανακτήσασθαι, αλλά και αυτή μέχρι νυν εκράτει της εντολής αθέτησις, ουκ εχούσης πάροδον της νυν θειαζομένης τη Εκκλησία καταστάσεως και ότι μάρτυρες της τοιαύτης επιλύσεως των μαθητών οι κορυφαίοι καθεστήκασι Πέτρος και Παύλος, και το φρικτόν και φοβερόν, ότι συνοδική των αποστόλων και αδυσώπητος καταλαμβάνει ψήφος τους καθ’ έτερον τινα τρόπον βάπτισμα παρά τον του Δεσπότου νόμον τολμώντας επιτελείν και αντινομοθετείν τη εκείνου κυριότητι. Δια τούτο και η ανά πάσαν την οικουμένην Εκκλησία κατά διαδοχήν των αποστολικών πράξεών τε και κηρυγμάτων εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος βαπτίζουσα, μετά το καθαρθήναι τους βαπτισαμένους τη αναγεννήσει, ευμελεί τε και διαπρυσίω είωθεν υποψάλλειν τη φωνή, "όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθαι", ουδέν ήττον ανακηρύττουσα, ότι καθάπερ νυν τους εις Πατέρα και Υιόν και Πνεύμα άγιον βαπτισθέντας, εις Χριστόν λέγομεν βαπτισθήναι και Χριστόν ενδύσασθαι, ούτω και των αποστόλων ο χορός το της αναγεννήσεως λουτρόν ιερουργούντες τη του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος επικλήσει, βαπτίζειν ελέγοντο εις Χριστόν, και εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, και τα παραπλήσια» (Μ. Φωτίου ΕΠΕ 1, ΑΜΦΙΛΟΧΙΑ, ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΙΣ ΜΓ 348,362,390). Βλέπεις αδελφέ Οδυσσέα ότι ούτε ψιλός λογισμός δεν υπάρχει στον άγιο περί του ότι το κείμενο του ευαγγελιστού Ματθαίου (28, 19-20) είναι εμβόλιμο και νόθο, ενώ ο δογματολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας απεφάνθη περί του αντιθέτου. Τώρα πόση βαρύτητα έχουν τα δικά μας τα λόγια και των συγχρόνων θεολογούντων μπροστά τα λόγια του Μ. Φωτίου μόλις είναι ανάγκη να το αναφέρωμε.
Θα ήθελα να τελειώσω τις παρατηρήσεις μου στα όσα αναφέρει ο αγαπητός Ι.Κ., διότι νομίζω θα γίνω κουραστικός αν προσπαθήσω σε ένα ένα να απαντήσω και διότι όπως προανέφερα δεν έχω τον χρόνο να ασχοληθώ με όλα αυτά τα θέματα.
Θα αναφερθώ μόνο εν κατακλείδι στην εναγώνιο προσπάθεια την οποία κάνει ο Ι.Κ. να παρουσιάση τον Πέτρο ως υπερέχοντα από τους άλλους Αποστόλους.
Και νομίζω ότι το κάνει αυτό ο Ι.Κ. διότι δεν θέλει να πεισθή στον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, ο οποίος λέγει ότι όλοι οι Απόστολοι ήσαν ίσοι και δεν υπήρχε καμμία διαφορά εξουσίας η αξιώματος σ’ αυτούς.
Αναφέρει λοιπόν προς απόδειξιν περί δήθεν ιδιαιτέρου αξιώματος του Πέτρου μεταξύ των Αποστόλων είκοσι (20) σημεία τα οποία όλα είναι από αστεία έως τελείως λανθασμένα.
Αναφέρει λοιπόν, ότι είναι ο μόνος Απόστολος του οποίου ο Χριστός άλλαξε το όνομα, ότι είναι ο μόνος ο οποίος διενυκτέρευσε στο σπίτι του στην Καπερναούμ, ο μόνος ο οποίος πραγματοποίησε θαύμα σε συγγενικό του πρόσωπο, ο μόνος ο οποίος επλήρωσε φόρο δι’ αυτόν, ο μόνος ο οποίος τον επρόδωσε αλλά κατόπιν μετενόησε κλπ. Από όλα αυτά θέλει ο Ι.Κ. να αποδεχθούμε διάφορα αξιώματα και εξουσίες του Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων.
Σκέψου τώρα αδελφέ Οδυσσέα, αν κατά τον ίδιο τρόπο θέλοντας να εξυψώσωμε εμείς π.χ. τον Ιωάννη τον Θεολόγο ως υπερέχοντα κατά το αξίωμα έναντι των άλλων Αποστόλων, αρχίσουμε να αναφέρωμε ότι ο Ιωάννης ήτο ο μόνος τον οποίον αγαπούσε ο Κύριος περισσότερο από τους άλλους, ο μόνος Παρθένος, ο μόνος ο οποίος έπεσε στο στήθος Του κατά τον Μυστικό Δείπνο, ο μόνος στον οποίο εμπιστεύθηκε την προστασία της μητέρας Του ενώ ευρίσκετο πάνω στο Σταυρό, ο μόνος ο οποίος επήρε την προσωνυμία θεολόγος, ο μόνος ο οποίος είχε τις περισσότερες προσωνυμίες μεταξύ των Αποστόλων (φίλος, επιστήθιος, ηγαπημένος, παρθένος, θεολόγος) κλπ.

Θα ερωτήσω και εγώ κατά τον ίδιο τρόπο τον αγαπητό Ι.Κ.
Άραγε δεν εγνώριζε ο όσιος Θεόδωρος όλα αυτά τα οποία αναφέρει ο Ι.Κ. και υπεβίβασε τον Πέτρο στο σημείο της ισότητος με τους άλλους Αποστόλους;
Και τέλος πάντων ποιόν θα πιστεύσωμε τον όσιο Θεόδωρο η τον Ι.Κ.;
Αναφέρει όμως ο Ι.Κ. μεταξύ των σημείων στα οποία υπερείχε ο Πέτρος έναντι των άλλων Αποστόλων στο 9ο σημείο των υπεροχών το εξής: «το πλύσιμο των ποδιών των Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο αρχίζει από τον Πέτρο (Ιωάν.13,6)». Αυτό είναι λάθος διότι δεν συμφωνεί με αυτή την άποψι ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος αναφέρει τα εξής:
«Ήδη ουν, φησί, του διαβόλου βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα παραδούνται τον Σωτήρα, ο Σωτήρ νικήσαι θέλων την αγνωμοσύνην τη φιλανθρωπία, και τη επιεικεία την αλαζονείαν λύσαι, ένιψεν αυτού τους πόδας. Εγώ ου τοσούτον θαυμάζω τον Δεσπότην τα ίδια ποιούντα (έργον γαρ ην αυτού η επιείκεια), όσον εκείνον δόλου γέμοντα. Ποία καρδία προέτεινε τους πόδας; πως έβλεπε τας αγίας χείρας του Δεσπότου περί τους πόδας αυτού στρεφομένας; πως ουκ ενάρκησε; πως ουκ έφριξεν; Αλλ’ όμως η ανεξίκακος φύσις μακροθυμεί. Φαίνεται δε και πρώτον νίψας αυτόν. Δια τι; Ει μη ένιψε τους πόδας του προδότου, αλλά νίπτων των άλλων αυτόν κατέλιπε, κακείνο ην του Δεσπότου αλλότριον, και ο Ιούδας εύλογον έλαβεν αφορμήν˙ Αυτός με αφώρισεν, αυτός με ηλλοτρίωσε˙ πάντων ένιψε τους πόδας, εμέ δε κατέγνω. Ποία ψυχή εδυνάμην είναι μετ’ αυτού; Είδεν ο Θεός καρδίαν συντετριμμένην, και ουκ ηθέλησε το αφ’ εαυτού συντριβόμενον αυτός συντρίψαι. Και τούτο ην το, Κάλαμον συντετριμμένον μη κατεάξης. Όμως ένιψε των μαθητών τους πόδας. Ήλθε τελευταίον επί τον Πέτρον. Εν όσω δε τους άλλους ένιπτεν ο Σωτήρ, εννοεί Πέτρος τό αξίωμα του Δεσπότου, και την ευτέλειαν των ανθρώπων, το ταπεινόν των ανθρώπων, και την δόξαν του δεδοξασμένου, και ώρισε παρ’ εαυτώ το μη καταδέξασθαι. Ήλθε προς αυτόν ο Σωτήρ, και λέγει εκείνος˙ Κύριε, συ μου νίπτεις τους πόδας; συ ο νεκρούς εγείρων, ο λεπρούς καθαρίζων (το γαρ, Συ, πολλήν έχει δύναμιν )˙ συ, ω εγώ εμαρτύρησα, ότι Συ ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. Ει μεν από αγνοίας είπον, συνέβη αν υπόνοιαν ανθρωπίνην είναι˙ ει δε συ μου την φωνήν εσφράγισας λέγειν, ότι Ο Πατήρ μου ο εν ουρανοίς απεκάλυψέ σοι, ανέχη οικέτου πόδας πλύναι χερσί Δεσπότου; Ου μη νίψεις τους πόδας εις τον αιώνα. Τι ουν ο Σωτήρ; Διεσκέδασε την φωνήν αυτού. Ο ποιώ, φησί, νυν συ ουκ οίδας, γνώση δε μετά ταύτα˙ αντί του, Αγνοείς μου τον σκοπόν του ποιούντος. Ουκ ηνείχετο, αλλά ταύτα ακούσας λέγει˙ Ου μη μου νίψεις τους πόδας εις τον αιώνα. Έδειξε ψυχήν αδάμαντος, σκληροτέραν. Προσήνεγκε δε ο Σωτήρ το εαυτού πυρ, και εποίησε την αδάμαντα ψυχήν κηρού απαλωτέραν». (PG. 59,716, Λόγος εις την προδοσίαν του Σωτήρος). Άρα λοιπόν σύμφωνα με τον χρυσορρήμονα άγιο ο Πέτρος δεν ήτο ο πρώτος αλλά ο τελευταίος του οποίου τα πόδια έπλυνε ο Κύριος και ο πρώτος ήταν ο Ιούδας. Εκτός βεβαίως αν μας επλάνησε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος και πρέπει να πιστεύσωμε τον Ι.Κ.


Τελειώνοντας, θέλω αδελφέ Οδυσσέα να αναφέρω και να προτείνω το εξής.
Αφού μελετήσει και απαντήσει ο αγαπητός Ι.Κ. στις παρούσες παρατηρήσεις μου, να συγκεντρώσης όλα τα κείμενα τα οποία αντηλλάγησαν και να τα δώσης σε κάποιο σοβαρό και πνευματικό άνθρωπο, αποδεκτό και από τις δύο πλευρές, ο οποίος να μας πη ποιός έχει δίκιο και που ευρίσκεται η αλήθεια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ωφεληθούμε και εμείς και συγχρόνως θα ταπεινωθούμε θέτοντας υπό την κρίσι κάποιου άλλου τις απόψεις μας. Αυτό βεβαίως να γίνη εφ’ όσον συμφωνεί και ο αγαπητός Ι.Κ.


Περιμένοντας απάντησι για τις συγκεκριμένες ερωτήσεις τις οποίες έθεσα σχετικά με τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη η και συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τον όσιο τις οποίες μπορεί να θέση ο αγαπητός Ι.Κ. και εγώ θα απαντήσω το κατά δύναμι και ζητώντας συγγνώμη δια τυχόν λεκτικές μου απρέπειες σας χαιρετώ με την εν Κυρίω αγάπη ευχόμενος τα βέλτιστα δι’ αμφοτέρους υμάς.


Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου