«Δεν θα ονομάσουμε Αίρεσι την Ορθοδοξία επειδή μερικοί έγιναν αιρετικοί» (ανωνύμου).
του Θεολογου Νικολαου Πανταζη
Αγαπητέ ανώνυμε,
Σε ευχαριστώ ειλικρινά για την πολύ καλή ερώτηση/δήλωση και την ωραία ευκαιρία που μου δίνεις να απαντήσω.
Το ότι “μερικοί έγιναν αιρετικοί” όπως λες, αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα και καθόλου περιφρονητέο. Έχει συνέπειες τρομερές. Έχει ανυπολόγιστες επιπτώσεις, καταστρεπτικές!
Είναι σαν να μου λες, «δεν θα αρνηθούμε όλη την παροχή Ύδρευσης Αθηνών επειδή έπεσαν μέσα στα Αποθέματα μερικοί τόνοι πλουτώνιο και ουράνιο (ποσότητα ραδιενέργειας ατομικής βόμβας).
Αν όμως εσύ πιείς απ’ αυτό το μολυσμένο νερό, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά και συ και τα παιδιά σου για γενεές 14 με θανατικές ασθένειες, καρκίνους, εγκεφαλικά και τα περισσότερα «φυτά», παράλυτα εξ’ ολοκλήρου…
Ένα τεράστιο δοχείο με καθαρό πόσιμο νερό, εάν αναμιχθεί με ένα ποτήρι μόνο δηλητήριο από χλώριο και διφωσγένιο (ασφυξιογόνο συστατικό χημικών όπλων) τότε μολύνεται ολόκληρο το δοχείο, ειδικά όταν είναι ενωμένα μεταξύ τους ως «συγκοινωνούντα δοχεία». Δεν είναι αυτά «παραφιλολογία». Είναι ΣΟΒΑΡΟΛΟΓΙΑ. Ας σοβαρευτούμε λιγάκι.
Έστω και ένας μόνο επίσκοπος να έγινε αιρετικός, αυτό αυτόματα θέτει σε μεγάλη κρίση, επικινδυνότητα και μολυσματικότητα το υπόλοιπο Επισκοπικό Σώμα διότι εάν οι λοιποί διατηρήσουν Συλλειτουργική, Διαμυστηριακή κοινωνία μαζί του, τότε κοινωνούν με την αίρεσή του, ενώνονται μαζί του, έστω και εάν θεωρητικά διαφωνούν!
Όπως και στο Κοινό Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, οι πιστοί ενώνονται από κοινού διά κοινής Ομολογίας, διά του Συμβόλου της Πίστεως και της Μνημονεύσεως του ονόματος του Επισκόπου, έτσι και με την αίρεση, οι πιστοί ενώνονται πάλι με τους αιρετικούς επισκόπους διά του Μυστηρίου και διά του Μνημοσύνου.
Το θέμα είναι, ΠΟΙΑ πρέπει να είναι Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ στάση, απέναντι σε αυτούς τους «μερικούς αιρετικούς» που ανέφερες… Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο!
Και ΔΕΝ θα αυτοδιοριστούμε εμείς να εφεύρουμε αυθαίρετα μια νέα δική μας στάση και μέθοδο συνυπάρξεως, ούτε θα επιχειρήσουμε να αιτιολογήσουμε τη δική μας συμβιβαστική παραβατικότητα για να καλύψουμε τη μεγάλη μας ενοχή και την αυτοκατάκριτη κοινωνία μας με αυτούς τους αιρετικούς επισκόπους.
ΑΛΛΑ, θα επιδείξουμε την ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ αξιοπρέπεια, εντιμότητα και υπευθυνότητα να εξετάσουμε:
– ΠΟΙΑ στάση ακριβώς καθορίζουν οι ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ!
– Είναι μία ή είναι πολλές;
– Είναι Θεόπνευστες και Συνοδικές;
– Είναι αυθύπαρκτα, υποσυνείδητα υποχρεωτικές ή είναι «επιλεκτικές» και τάχα «δυνητικές»;
Οι Στάσεις οι Πατερικές είναι δύο, ή μάλλον μία Χρυσή Λίρα με δύο όψεις, ένας Χρυσούς Κανών με δύο διαστάσεις: Αποτείχιση (για Λαϊκούς) και Διακοπή Μνημονεύσεως (για ιερείς).
Βέβαια, και ο Ιερέας που παύει το Μνημόσυνο, Αποτείχιση κάνει, αυτό είναι αυτονόητο, διότι παύει εκκλησιαστική κοινωνία με τον εκκλησιαστικό του πρόεδρο. Απομακρύνεται (όπως ΠΡΕΠΕΙ να κάνει) από τον «Ψευδεπίσκοπο και Λυκοποιμένα» (ορισμοί των Αγίων Πατέρων, όχι δικοί μου).
Από την άλλη όψη, κατά κάποιο τρόπο, και ο Λαϊκός επιτελεί δική του σχετική «Διακοπή Μνημονεύσεως» διότι αρχικώς διατηρεί (και πρέπει να διατηρεί) Οικογενειακά Δίπτυχα της Κατ’ Οίκον Εκκλησίας. Εκεί, μνημονεύει μαζί με όλο του τον Οίκο, τον οικείο επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπο και Πατριάρχη, ως επισφράγισμα της κοινωνίας που διατηρεί ακόμη και εκτός του Ναού.
Η «Εκκλησιαστική Κοινωνία» δεν περιορίζεται μόνο στη γεωμετρική διάμετρο ενός Ναού αλλά σε όλη την πνευματική περιφέρεια. Όταν λοιπόν ο ιερεύς και αρχιερεύς, ως επιστάτης επίσης της Κατ’ Οίκον Εκκλησίας, κηρύττει αίρεση, τότε ο Λαϊκός, δικαίως και ορθώς ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ από τα Δίπτυχα της Κατ’ Οίκον Εκκλησίας τον οικείο επίσκοπο και ΠΑΥΕΙ την Μνημόνευσή του! Δεν παραμένει οικειοθελώς θύμα του ωρυόμενου λέοντος που ζητά ποιον να καταβροχθίσει.
Όσοι λοιπόν λέγουν ότι η «Διακοπή Μνημονεύσεως» είναι μόνο για τους Ιερείς και όχι για Λαϊκούς, είναι δικαιολογίες, ελαφρονοησίες και «προφάσεις εν αμαρτίαις» για να δικαιολογήσουν την επάρατη απραξία που τους διέπει, να «δικαιώσουν» την τετραυματισμένη τους συνείδηση από ανέσπερες ενοχές συνυπάρξεως με την αίρεση.
Προσωπικά, κατέχω τον πρώτο βαθμό της Ιερωσύνης, την Χειροθεσία Αναγνώστου και έχω ένα λόγο παραπάνω να Μνημονεύω τον Οικείο Επίσκοπο στις Κατ’ Οίκον ιεροτελεστίες μας, Απόδειπνα και Παρακλήσεις.
Όμως για λόγους διακηρύξεως της ΗΔΗ πολυμερώς και πολυτρόπως ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗΣ Παναιρέσεως του Οικουμενισμού, από κεφαλής μέχρι τα πόδια, «γυμνή τη κεφαλή», ΔΙΕΚΟΨΑ την κοινωνία και ΔΙΕΓΡΑΨΑ από τα Οικογενειακά μου Δίπτυχα τα βλάσφημα αυτά αιρετικά ονόματα διότι δεν μου το επιτρέπει η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ μου ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ, ΔΕΝ μου το επιτρέπουν οι αρχές μου να ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΙ και ΔΕΝ ΕΠΙΘΥΜΩ «να ΚΟΙΝΩΝΩ (επικοινωνία) τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους» (Εφεσ. 5, 11)
Πώς όμως κοινωνώ, δια-κοινωνώ και επι-κοινωνώ;
Εδώ δεν μιλούμε για Θεία Κοινωνία, αλλά για Εκκλησιολογική και Διαμυστηριακή Κοινωνία. Και σε ΚΗΔΕΙΑ να πάω, σε ΓΑΜΟ να παρευρεθώ, διατηρώ κοινωνία! Οποιαδήποτε ιεροτελεστία δεν είναι ανεξάρτητη πράξη και αυτοτελής. Γίνεται επ’ ευλογίας επισκόπου ο οποίος μνημονεύεται σε όλες τις εν γένει ιεροπραξίες.
Κοινωνώ λοιπόν, όχι μόνο Μυστηριακά, αλλά θα σου φανεί περίεργο, δεν είναι δικό μου αυτό, μα ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, πως ακόμη και μ’ ένα απλό «λειτουργικό» χαιρετισμό: «Χαίρετε, την ευχή σας!» ΚΟΙΝΩΝΩ μαζί τους! Αυτό ακριβώς το «Χαίρε» καταδικάζει ο Απόστολος Ιωάννης, «ο Ευαγγελιστής της αγάπης!» Με όσους ιερείς κι αν συζητώ, αποφεύγω συστηματικά «την ευχή σου» να τους πω, και ούτε φιλώ την δεξιά τους! «Ουδεμία ευλογία παρ’ αυτών να λαμβάνετε!»