Εις την προδοσία του Ιούδα, το εβραϊκό Πάσχα, την Θ. Ευχαριστία και την Μνησικακία.
Εις την προδοσία του Ιούδα
Ομιλία Α΄
(Aγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
Στην προδοσία του Ιούδα ομιλία Α΄ καθώς και
στο Πάσχα, στην παράδοση της Θείας Ευχαριστίας,
και για το ότι δεν πρέπει κανείς
να είναι μνησίκακος.
Εκφωνήθηκε
κατά την αγία και μεγάλη Πέμπτη.
1. ...Σήμερα, αγαπητοί, παραδόθηκε ο Κύριός μας
Ιησούς Χριστός· διότι την εσπέρα αυτή που μας έρχεται, τον έπιασαν οι Ιουδαίοι
και έφυγαν. Αλλά μη κυριευθείς από θλίψη, ακούοντας ότι παραδόθηκε ο Ιησούς· ή
καλύτερα γίνε σκυθρωπός και κλάψε πικρά, όχι όμως για εκείνον που παραδόθηκε,
αλλά για τον προδότη Ιούδα. Διότι εκείνος που παραδόθηκε έσωσε την οικουμένη,
ενώ εκείvoς που τον παρέδωσε έχασε την ψυχή του. Και εκείνος που παραδόθηκε
κάθεται στα δεξιά του πατέρα του στους ουρανούς, ενώ εκείνος που τον πρόδωσε
βρίσκεται τώρα στον άδη, περιμένοντας την απαραίτητη τιμωρία.
Γι' αυτόν
λοιπόν κλάψε και αναστέναζε, γι' αυτόν πένθησε, επειδή και ο Κύριός μας γι'
αυτόν δάκρυσε. Διότι, λέγει, «Όταν τον είδε, ταράχθηκε και είπε· ένας από σας
θα με παραδώσει». Πω, πω πόσο μεγάλη είναι η ευσπλαχνία του Κυρίου· εκείνος που
προδόθηκε πονάει για εκείνον που τον πρόδωσε. «Όταν λοιπόν», λέγει, «τον είδε,
ταράχθηκε και ειπε· ένας από σας θα με παραδώσει». Για ποιο λόγο λυπήθηκε; Για
να δείξει συγχρόνως και τη φιλοστοργία του, και να μας διδάξει, ότι πρέπει να
θρηνούμε σε κάθε περίπτωση όχι εκείνον που κακοποιείται, αλλά εκείνον που
κακοποιεί. Διότι αυτό είναι χειρότερο από εκείνο, ή καλύτερα εκείνο δεν είναι
κακό, το να κακοπαθεί δηλαδή, αλλά κακό είναι το να κάνει κανείς το κακό. Διότι
το να κακοπαθούμε αυτό μας προσφέρει τη βασιλεία των ουρανών, ενώ το να κάμνομε
το κακό μας γίνεται αιτία της γέεννας και της κολάσεως. Διότι λέγει· «Μακάριοι
είναι εκείνοι που καταδιώκονται για χάρη της αρετής, διότι σ' αυτούς ανήκει η
βασιλεία των ουρανών».
Βλέπεις
πώς το να κακοπαθεί κανείς έχει σαν μισθό και έπαθλο τη βασιλεία των ουρανών;
Άκουσε πώς το να κάμνει πάλι το κακό προξενεί κόλαση και τιμωρία. Διότι αφού ο
Παύλος είπε για τους Ιουδαίους, ότι «τον Κύριο φόνευσαν και τους προφήτες
καταδίωξαν», πρόσθεσε· «Των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνο με τα έργα τους».
Είδες πώς εκείνοι που διώκονται κερδίζουν τη βασιλεία των ουρανών, ενώ εκείνοι
που καταδιώκουν επισύρουν εναντίον τους την οργή του Θεού;
Αυτά τώρα
δεν σας τα είπα έτσι στην τύχη, αλλά για να μη οργιζόμαστε εναντίον των εχθρών
μας, αντίθετα μάλιστα να τους ευσπλαχνιζόμαστε, να θρηνούμε γι' αυτούς και να
πονάμε μαζί μ' αυτούς· διότι εκείνοι είναι που κακοπαθούν, εκείνοι που μάς
εχθρεύονται. Αν προετοιμάσομε έτσι την ψυχή μας, θα μπορέσομε και να
προσευχόμαστε υπέρ αυτών. Γι' αυτό λοιπόν είναι η τέταρτη ημέρα σήμερα που σας
ομιλώ για την προσευχή υπέρ των εχθρών, για να γίνει σταθερός ο λόγος της
διδασκαλίας και να ριζωθεί με τη συνεχή προτροπή. Γι' αυτό επιμένω στους λόγους
μου, ώστε να καταπραΰνει ο αναβρασμός της οργής και να κατασταλεί η φλεγμονή,
και έτσι να είναι καθαρός από οργή εκείνος που έρχεται να προσευχηθεί. Διότι
και ο Χριστός δεν έδωσε αυτές τις συμβουλές μόνο για τους εχθρούς, αλλά και για
μάς, ώστε να συγχωρούμε τα αμαρτήματα εκείνων· διότι περισσότερα παίρνεις παρά
δίνεις, συγχωρώντας την οργή του εχθρού σου.
Και πώς,
λέγει, παίρνω περισσότερα; Εάν συγχωρήσεις τα αμαρτήματα του εχθρού σου,
συγχωρούνται τα αμαρτήματά σου απέναντι στον Κύριο. Εκείνα είναι αθεράπευτα και
ασυγχώρητα, ενώ αυτά περιέχουν πολλή
παρηγοριά και συγγνώμη. Άκουσε λοιπόν τον
Ηλία τι λέγει προς τους υιούς του· «Εάν κάποιος άνθρωπος αμαρτήσει απέναντι στο
συνάνθρωπό του, θα μπορέσουν να προσευχηθούν γι' αυτόν άλλοι, εάν όμως
αμαρτήσει απέναντι στο Θεό, ποιος θα προσευχηθεί γι' αυτόν;». Ώστε εκείνο το
τραύμα δεν θεραπεύεται εύκολα ούτε με προσευχή. Με προσευχή λοιπόν δεν θεραπεύεται,
θεραπεύεται όμως με τη συγχώρηση των αμαρτημάτων του πλησίον μας. Γι' αυτό ο
Χριστός εκείνα τα ονόμασε μύρια τάλαντα, δηλαδή τα αμαρτήματα προς τον Κύριο,
ενώ αυτά τα ονόμασε εκατό δηνάρια. Συγχώρησε λοιπόν εκατό δηνάρια, για να σου
συγχωρηθούν μύρια τάλαντα. Αλλά σχετικά με την προσευχή υπέρ των εχθρών μας
αρκετά λέχθηκαν, εάν κρίνετε όμως ορθό, ας επανέλθομε στο θέμα της προδοσίας
και ας δούμε πως παραδόθηκε ο Κύριός μας.
2. «Τότε
ένας από τους δώδεκα, που ονομαζόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε στους αρχιερείς
και τους είπε· Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτον;». Και
φαίνεται βέβαια σαφές αυτό που λέγει, και τίποτε άλλο δεν υπονοείται μ' αυτό,
εάν όμως κανείς εξετάσει με προσοχή το καθένα από τα λεγόμενα αυτά, θα βρει
μέσα σ' αυτά πολλά πράγματα και μεγάλο βάθος νοημάτων. Και κατά πρώτο ο καιρός.
Διότι ο ευαγγελιστής δεν αναφέρει αυτόν τυχαία καθόσον δεν είπε απλώς «πήγε»,
αλλά πρόσθεσε το «Τότε πήγε».
«Τότε»·
πες μου, πότε; και για ποιό λόγο προσδιορίζει το χρόνο; τι θέλει να μάς διδάξει;
Διότι δεν λέχθηκε τυχαία το, «Τότε»· καθόσον μιλώντας εμπνεόμενος από το Πνεύμα
δεν το λέγει αυτό έτσι στην τύχη και άσκοπα. Τι σημαίνει λοιπόν το, «Τότε»;
Πριν απ' αυτό το χρόνο, πριν απ' αυτή την ώρα τον πλησίασε μία πόρνη, κρατώντας
ένα αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο με μύρο, και έχυσε το μύρο εκείνο επάνω στο
κεφάλι του Κυρίου. Έδειξε μεγάλη τιμή προς τον Κύριο, έδειξε πολλή πίστη, πολλή
υπακοή και ευλάβεια· άλλαξε ζωή, έγινε καλύτερη και πιό φρόνιμη. Και τότε που η
πόρνη μετανόησε, τότε που προσέλκυσε κοντά της τον Κύριο, τότε ο μαθητής
παρέδωσε το δάσκαλό του. Γι' αυτό είπε, «Τότε», για να μη κατηγορήσεις το
δάσκαλο για αδυναμία, όταν δεις το μαθητή να προδίδει το δάσκαλό του. Διότι
τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του δασκάλου, ώστε και πόρνες να προσελκύει σε
υπακοή προς αυτόν.
Τι λοιπόν,
λέγει, εκείνος που προσέλκυσε κοντά του πόρνες, δεν μπόρεσε να προσελκύσει και
να κρατήσει κοντά του το μαθητή; Μπορούσε να κρατήσει κοντά του το μαθητή, αλλά
δεν ήθελε να τον κάνει καλό αναγκαστικά, ούτε να τον φέρει κοντά του με τη βία.
«Τότε πήγε». Και αυτό το «Πήγε», έχει κάποιο νόημα και μάλιστα όχι μικρό· διότι
δεν καλέσθηκε από τους αρχιερείς, δεν εξαναγκάσθηκε, δεν εκβιάσθηκε, αλλ' ο
ίδιος από μόνος του και με τη θέλησή του γέννησε το δόλο, και πήρε την απόφαση αυτή,
μη έχοντας κανένα σύμβουλο στην πονηρή αυτή πράξη του.
«Τότε πήγε
ένας από τους δώδεκα»; Τι σημαίνει, «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτό δείχνει το
μέγεθος της κατηγορίας εναντίον του, το να πει δηλαδή «Ένας από τους δώδεκα».
Καθόσον υπήρχαν και άλλοι μαθητές του Ιησού, ανερχόμενοι σε εβδομήντα, αλλ'
εκείνοι κατείχαν τη δεύτερη θέση, δεν απολάμβαναν τόση μεγάλη τιμή, δεν είχαν
τόση παρρησία απέναντι στον Κύριο, ούτε γνώρισαν τόσα απόρρητα, όπως οι δώδεκα.
Αυτοί κατ' εξοχή ήταν οι εκλεκτοί και αυτός ήταν ο χορός γύρω από το βασιλιά.
Αυτή ήταν η γύρω από το δάσκαλο ομάδα και απ' αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να
μάθεις λοιπόν ότι δεν τον πρόδωσε απλώς μαθητής του, αλλ' ένας από την πιό
εκλεκτή ομάδα του γι' αυτό λέγει· «Ένας από τους δώδεκα».
Και δεν
ντρέπεται ο Ματθαίος που έγραψε αυτά. Και για ποιο λόγο δεν ντρέπεται; Για να
μάθεις, ότι παντού στη Γραφή όλα λέγονται με μεγάλη αλήθεια, και τίποτε δεν
κρύβεται, ούτε εκείνα που φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα. Διότι αυτά που
φαίνονται ότι είναι δυσάρεστα, αυτά δείχνουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου· διότι
τον προδότη, τον ληστή, τον κλέφτη, τον κατέστησε άξιο τόσων μεγάλων αγαθών,
και μέχρι την τελευταία στιγμή εξακολουθούσε να τον έχει κοντά του· καθόσον τον
νουθετούσε και τον συμβούλευε και έδειχνε κάθε φροντίδα γι' αυτόν. Εάν όμως δεν
πρόσεχε εκείνος, δεν είναι αίτιος ο Κύριος και μάρτυρας, γι' αυτό είναι η
πόρνη· διότι αυτή προσέχοντας στον Κύριο, έσωσε τον εαυτό της.
Μη λοιπόν
απογοητευθείς βλέποντας προς την πόρνη, ούτε να πάρεις θάρρος, βλέποντας προς
τον Ιούδα. Καθόσον και τα δύο αυτά είναι καταστρεπτικά, και το θάρρος, και η
απελπισία. Διότι το θάρρος οδηγεί στην πτώση εκείνου που στέκεται όρθιος, ενώ η
απελπισία δεν αφήνει να σηκωθεί εκείνον που είναι πεσμένος. Γι' αυτό ο Παύλος
συμβούλευε και έλεγε· «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως
πέσει». Έχεις τα παραδείγματα και των δύο, πώς δηλαδή ο μαθητής, νομίζοντας ότι
στέκεται πνευματικά όρθιος, έπεσε, και πώς η πόρνη, ενώ ήταν πεσμένη πνευματικά
και ηθικά, σηκώθηκε. Εύκολα η γνώμη μας γλιστράει και πέφτει, εύκολα η
προαίρεσή μας πέφτει από εκεί που στέκεται. Γι' αυτό πρέπει από παντού ν'
ασφαλίζομε και να περιτειχίζομε τον εαυτό μας...
«Πήγε»,
λοιπόν, λέγει, «ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, στους αρχιερείς
και τους είπε· Τι θα μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω φωνή γεμάτη
από αηδία. Και πώς βγήκε από το στόμα του, πώς κίνησε τη γλώσσα του; πώς δεν
νεκρώθηκε όλο το σώμα του; πώς δεν σαλεύθηκαν τα μυαλά του; «Τι θέλετε να μου
δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Αυτά, πές μου σε δίδαξε ο Χριστός; Δεν
έλεγε γι' αυτό, «Μη πάρετε στη ζώνη σας ούτε χρυσά, ούτε ασημένια, ούτε και
χάλκινα νομίσματα», περιορίζοντας από την αρχή τη ρίζα της φιλαργυρίας; Δεν
συμβούλευε αυτά συνέχεια και μαζί με αυτά έλεγε, «Εάν κάποιος σε χτυπήσει στο
δεξί σαγόνι, στρέψε του και το άλλο»; «Τι θέλετε να μου δώσετε, για να σάς
παραδώσω αυτόν;·». Πω, πω παραλογισμός! Πες μου, για ποιο λόγο; Ποιά μικρή, ή
μεγάλη κατηγορία έχεις εναντίον του και παραδίνεις το δάσκαλο; Επειδή σου
παρέδωσε την εξουσία εναντίον των δαιμόνων; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να
θεραπεύεις ασθένειες; επειδή σου έδωσε τη δύναμη να καθαρίζεις λεπρούς; επειδή
σου έδωσε τη δύναμη ν' ανασταίνεις νεκρούς; επειδή σε απάλλαξε από την
τυραννική εξουσία του θανάτου; Αντί αυτών των ευεργεσιών του δίνεις αυτές τις
αμοιβές;
«Τι θέλετε
να μου δώσετε, για να σας παραδώσω αυτόν;». Πω, πω παραφροσύνη! ή καλύτερα, πω,
πω φιλαργυρία· διότι όλα εκείνη τα γέννησε· εκείνην επιθύμησε αυτός και πρόδωσε
το δάσκαλο. Διότι τέτοιο πράγμα είναι η πονηρή εκείνη ρίζα· καθιστά τις ψυχές
που συλλαμβάνει μανιακές χειρότερα από το δαίμονα, και τις κάνει για όλα να
αδιαφορούν, και για τον εαυτό τους, και για το συνάνθρωπό τους, και για τους
νόμους της φύσεως, τις απομακρύνει από τα λογικά τους και τις καθιστά
παράφρονες. Διότι πρόσεχε πόσα πράγματα απομάκρυνε μέσα από την ψυχή του Ιούδα·
τη συναναστροφή, την οικειότητα, τη συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι, τα θαύματα, τη
διδασκαλία, τις συμβουλές, τις νουθεσίες όλα αυτά τότε η φιλαργυρία έκανε να
ξεχασθούν. Γι' αυτό πολύ σωστά ο Παύλος έλεγε, ότι «Ρίζα όλων των κακών είναι η
φιλαργυρία».
«Τι θέλετε
να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Μεγάλη παραφροσύνη δείχνουν τα λόγια
αυτά. Πές μου, παραδίνεις εκείνον που εξουσιάζει τα πάντα, που εξουσιάζει τους
δαίμονες, που προστάζει τη θάλασσα και υπακούει, τον Κύριο όλων των
δημιουργημάτων της φύσεως; Για να περιορίσει λοιπόν τον παραλογισμό του και να
δείξει, ότι, εάν δεν ήθελε δεν θα παραδινόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την στιγμή
της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον του, κρατώντας ξύλα και λαμπάδες και φως,
λέγει σ' αυτούς· «Ποιόν ζητάτε;». Δεν γνώριζαν δηλαδή εκείνον που επρόκειτο να
συλλάβουν. Τόσο πολύ απείχε ο Ιούδας από τη δυνατότητα να παραδώσει αυτόν,
διότι δεν έβλεπε εκείνον που επρόκειτο να παραδώσει, αν και βρισκόταν μπροστά
του, και όλα αυτά ενώ υπήρχαν λαμπάδες και τόσο φως. Διότι, το ότι ο
ευαγγελιστής υπαινίχθηκε αυτό, λέγει· είχαν λαμπάδες και φως και δεν έβλεπαν
αυτόν. Και καθημερινά υπενθύμιζε σ' αυτόν και με τα έργα του και με τα λόγια
του, δείχνοντάς του ότι δεν θα μπορέσει να τον προδώσει κρυφά. Και ούτε φανερά
και παρουσία όλων έλεγχε αυτόν, για να μη τον κάνει περισσότερο αδιάντροπο,
ούτε και αποσιωπούσε την προδοσία, για να μη νομίζει ότι του διαφεύγει την
προσοχή και επιχειρήσει έτσι άφοβα την προδοσία, αλλά συνέχεια έλεγε, «Ένας από
σας θα με παραδώσει», αλλ' όμως δεν τον φανέρωνε.
Πολλά
λόγια είπε και για τη γέεννα και για τη βασιλεία των ουρανών, και έδειξε τη
δύναμή του και για τα δύο, το να τιμωρεί δηλαδή εκείνους που αμαρτάνουν, και να
τιμά εκείνους που ασκούν την αρετή. Αλλ' όλα αυτά εκείνος τα απέρριψε, ο δε
Θεός δεν τον συγκράτησε με τη βία. Επειδή δηλαδή μας έπλασε και μας έδωσε τη
δυνατότητα να εκλέγομε ελεύθερα τις κακές ή τις καλές πράξεις, θέλει να είμαστε
καλοί και με τη θέλησή μας· γι' αυτό, αν δεν θέλομε, δεν μας βιάζει ούτε και
μας εξαναγκάζει· διότι εκείνος που εξαναγκάζεται να είναι καλός, δεν είναι
δυνατό να είναι καλός. Επειδή λοιπόν και εκείνος ήταν κύριος των αποφάσεων και
ενεργειών του και ήταν ελεύθερος να μη πεισθεί και να μη στραφεί προς τη
φιλαργυρία, γι' αυτό αποτυφλώθηκε ο νους του και πρόδωσε τη σωτηρία του. Λέγει
λοιπόν· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;».
Ελέγχοντας
λοιπόν ο ευαγγελιστής την τύφλωση και την παραφροσύνη της διάνοιάς του, λέγει,
ότι κατά τη στιγμή της εφόδου των Ιουδαίων ο Ιούδας ήταν μαζί τους, εκείνος που
είπε· «Τι θέλετε να μου δώσετε για να σας παραδώσω αυτόν;». Και είναι δυνατό να
δούμε τη δύναμη του Χριστού όχι μόνο από εδώ, αλλά και από το ότι, αφήνοντας
και μόνο τη φωνή του ν' ακουσθεί, οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω. Επειδή όμως
ούτε και έτσι εγκατέλειπαν την αδιαντροπιά τους, παραδίνει πλέον τον εαυτό του,
και είναι σαν να τους έλεγε· "Εγώ έκανα ό,τι εξαρτάται από μένα, φανέρωσα
τη δύναμή μου, έδειξα, ότι επιχειρείτε αδύνατα πράγματα. Θέλησα να σταματήσω
την κακία σας, επειδή όμως σεις δεν θελήσατε, αλλ' επιμένετε στον παραλογισμό
σας, να σας παραδίνω τον εαυτό μου".
Αυτά σας
τα είπα, για να μη κατηγορήσουν μερικοί το Χριστό, λέγοντας, γιατί δεν
άλλαξε τον Ιούδα; γιατί δεν το έκανε σώφρονα και λογικό; Και πώς έπρεπε να
τον κάνει λογικό; εξαναγκάζοντάς τον, ή αφήνοντάς τον να το αποφασίσει μόνος;
Εάν τον εξανάγκαζε, ούτε και έτσι επρόκειτο να γίνει καλύτερος· διότι κανένας δεν
θα ήταν δυνατό να γίνει καλός εξαναγκαζόμενος· εάν πάλι με τη δική του απόφαση
και θέληση, όλα εκείνα που μπορούσαν να διορθώσουν τη θέληση και απόφασή του
του τα πρόσφερε. Εάν δεν θέλησε να δεχθεί το φάρμακο, η κατηγορία δεν είναι του
ιατρού, αλλ' εκείνου που απέρριψε τη θεραπεία. Πρόσεχε λοιπόν πόσα έκανε, ώστε
να τον ξανακερδίσει και να τον σώσει. Δίδασκε σ' αυτόν όλη την ευσέβεια και με
έργα και με λόγια, τον έκανε ανώτερο από τους δαίμονες, του έδωσε τη δύναμη να
κάμνει πολλά θαύματα, τον φόβησε με την απειλή της κολάσεως, τον προέτρεψε με
την υπόσχεση της βασιλείας. Επίσης έλεγχε συνέχεια τις απόκρυφες σκέψεις του,
αλλ' ελέγχοντας αυτές δεν τις αποκάλυπτε· ένιψε τα πόδια του μαζί με τους
άλλους μαθητές και έφαγε μαζί μ' αυτόν στο ίδιο τραπέζι· τίποτε, ούτε μικρό,
ούτε μεγάλο, παρέλειψε, αλλ' όμως παρέμενε με τη θέλησή του αδιόρθωτος.
Και για να
μάθεις, ότι, ενώ μπορούσε ν' αλλάξει, όμως δεν θέλησε, αλλ' όλα έγιναν εξ
αιτίας της αδιαφορίας του, άκουσε. Όταν δηλαδή παρέδωσε αυτόν, έρριξε τα
τριάντα αργύρια, μπροστά τους, και είπε· «Αμάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα
δίκαιο». Τι συνέβηκε; Όταν τον είδες να θαυματουργεί δεν έλεγες, «Αμάρτησα,
διότι παρέδωσα αίμα αθώο», αλλ' έλεγες, «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας
παραδώσω αυτόν;». Αφού όμως προχώρησε το κακό, η προδοσία πραγματοποιήθηκε και
η αμαρτία ολοκληρώθηκε, τότε αντιλήφθηκες την αμαρτία.
Τι λοιπόν
διδασκόμαστε από εδώ; Ότι, όταν δείχνομε αδιαφορία, ούτε οι συμβουλές μας
ωφελούν, όταν όμως φροντίζομε, μπορούμε τότε και μόνοι μας να σηκωθούμε από το
πέσιμό μας. Καθόσον και αυτός, όταν συμβούλευε ο δάσκαλος, δεν άκουε, όταν όμως
δεν υπήρχε κανένας να τον συμβουλέψει, επαναστάτησε τότε η συνείδησή του, και,
ενώ δεν υπήρχε κανένας δάσκαλος, άλλαξε γνώμη, κατέκρινε εκείνα που τόλμησε να
κάνει, και έρριξε τα τριάντα αργύρια. «Τι θέλετε να μού δώσετε για να σας
παραδώσω αυτόν; Και του έδωσαν», λέγει, «τριάντα αργύρια». Κατέβαλαν την τιμή
του αίματος, που δεν είχε τιμή. Γιατί Ιούδα παίρνεις τα τριάντα αργύρια; Ο
Χριστός ήρθε να χύσει το αίμα αυτό για τη σωτηρία του κόσμου δωρεάν, για το
οποίο σύ κάμνεις αισχρές συμφωνίες και συναλλαγές. Διότι τι υπάρχει αισχρότερο
απ' αυτή τη συναλλαγή;