Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ «ΚΑΙΕΙ» ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ που εθελοτυφλούν, και οδηγούν τους πιστούς στα ενδότερα της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού!
Τιμὴ ἁγίου καὶ μάρτυρος, εἶναι ἡ
μίμηση τῆς ζωῆς του καὶ τῆς διδασκαλίας του.
Κι ὅμως οἱ σύγχρονοι πιστοί, μὲ
πρώτους τοὺς ἐπισκόπους, πανηγυρίζουν στοὺς Ναούς, καὶ λιβανίζουν τοὺς Ἁγίους,
καὶ ξελαρυγγίζονται ψάλλοντας καὶ ὁμιλώντας γι’ αὐτούς, ἀλλὰ σιωποῦν ἢ πράττουν
τὰ ἀντίθετα στὴν ἀντιμετώπιση θεμάτων Πίστεως!
Ἐπειδὴ προέχει τὸ θέμα τῆς
ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικὰ
ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς μελέτες, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴ καθοδηγητικὴ στάση τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅσοι ἀδελφοί μας ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν τηρητέα στάση
ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν (καὶ κυρίως τῶν διακινούντων τὸν Οἰκουμενισμὸ
Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων), ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ
Ἐπίσκοποι τοὺς παραπλανοῦν, διδάσκοντας μιὰ ἄλλη ποιμαντικὴ στάση, ποὺ δὲν
διδάσκουν οἱ Ἅγιοι
καὶ ἡ διαχρονικὴ Εὐαγγελικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Δηλαδή, τοὺς καταγγέλλουμε ὅτι ἀκολουθοῦν
ἄλλη, κακόδοξη στάση, στὸ σωτηριολογικὸ αὐτὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς Παναιρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλ’ αὐτοὶ ἢ ἐπιστρατεύουν θλιβεροὺς ἀνθρώπους στὶς στημένες Ἡμερίδες τους, ποὺ μὲ
ψευδολογίες διαστρέφουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἢ ἀδιαφοροῦν καὶ σιωποῦν, ὡσὰν ἀναίσθητοι
στὶς κατηγορίες! Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστὰ σὲ μιὰ πρωτοφανῆ συμπεριφορὰ στὴ ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας!
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὑπερμάχησε τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἐναντίον τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά διαδώσουν στήν Ἀνατολή τίς δυτικές αἱρέσεις περί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐκεῖνος ἐπίσης ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε τοῦ μοναχισμοῦ εἰς τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς συγκεντρώσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἀναγωγῆς διά μέσου τῆς καρδιᾶς πρός τόν Θεόν, τά ὁποῖα ὁ Βαρλαάμ προσεπάθησε νά διαστρέψη.
Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν ἐστράφησαν μόνον ἐναντίον
τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, ἀλλά καί ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ ΙΔ΄
τοῦ ἐπιλεγομένου Καλέκα. Ὁ Καλέκας, μετά
τή Σύνοδο τοῦ 1341, ἡ ὁποία ἐδικαίωσε τίς θέσεις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί
κατεδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐστράφη ἐναντίον τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τόν
ὁποῖο κατώρθωσε μέ διάφορες μηχανορραφίες καί τήν πολιτική ὑποστήριξι νά κλείση
στήν φυλακή.
Ὁ Καλέκας ἐξέδωσε ἐγκύκλιον ἐπιστολή μέ τήν ὁποία ἀναθεματίζει τόν ἅγ.
Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του. Αὐτή περιεῖχε, μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας
αὐτοῦ, ...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί
ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος
δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέῳ
Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης»
(P.G. 150, 863D).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων τοῦ
Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, διέκοψε τό
μνημόσυνό του πρό συνοδικῆς κρίσεως. Αὐτό ἦτο μία ἀπό τίς
αἰτίες πού ἐξεδόθη ἐναντίον του ὁ ἀναθεματισμός «...τολμήσαντας ἀκανονίστως καί
ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου...».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, τότε πού ὁ
ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε
τήν μνημόνευσι
τοῦ Πατριάρχου, ὁ Καλέκας δέν εἶχε
καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος δέν εἶχε χειροτονηθῆ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἦτο
ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ ἁγ. Ὄρους. Φαίνεται πώς τήν ἀπόφασι αὐτή τοῦ
ἀναθεματισμοῦ τοῦ ἁγίου τήν ὑπέγραψαν καί ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μεταξύ τῶν ὁποίων
καί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, ὁ δέ ἅγιος δέν τήν ἐτήρησε, ἀλλά κατ’
ἰδίαν συνέχισε νά λειτουργῆ (P.G. 150, 880D).
Τό σπουδαῖο καί ἔχον μεγίστη σημασία εἰς τήν παροῦσα μελέτη εἶναι τό
ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν ἦτο ἁπλῶς ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα πρό
συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ἐπί πλέον ἐθεωροῦσε (καί διεκήρυττε) ὅτι ἦτο
ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ
ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐνῶ
αὐτός, πού ἦτο ἀπό αὐτόν ἀποτειχισμένος, ἦτο ἑνωμένος συγχρόνως μέ τήν εὐσεβῆ πίστι.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Τούτου
τοίνυν οὕτω καί τοσαυτάκις παντός τοῦ τῶν ὀρθοδόξων πληρώματος ἐκκεκομμένου, λείπεται τῶν ἀδυνάτων εἶναι τελεῖν ἐν τοῖς
εὐσεβέσι τόν μή ἀφωρισμένον ἐκ τούτου, τοῦ καταλόγου δ’ εἶναι χριστιανῶν ἀληθῶς
καί τῷ Θεῷ ἡνωμένον κατ’ εὐσεβῆ πίστιν, ὅστις ἄν εἴη τούτων ἕνεκεν ἀφωρισμένος
ἐκ τούτου» (ΕΠΕ 3, 692, Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα).
Αὐτό δεικνύει καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος τήν ἔνταξι καί τόν χωρισμό ἀπό τήν
Ἐκκλησία τά συνέδεε ἀπολύτως ὄχι μέ τήν ὑποταγή εἰς τά ἑκάστοτε ποιμένοντα
πρόσωπα, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἀποδοχή καί ταύτισι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι. Τόν Πατριάρχη
Ἰωάννη Καλέκα τόν ἐθεωροῦσε ἀποκομμένο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, λόγῳ πίστεως,
πρό συνοδικῆς
κρίσεως καί αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν ὁμοίως τούς συγκατέλεγε μέ αὐτόν. Ἡ σκέψις
δηλαδή τοῦ ἁγίου εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συγκαταλέγεται κάποιος μεταξύ τῶν
Ὀρθοδόξων, ἔστω καί ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, τήν στιγμή πού
ἀκολουθεῖ καί ἐντάσσεται σέ κάποιον αἱρετικό ποιμένα καί ἀρχιποιμένα.
Ὑπάρχει εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἕνα
ἄλλο, πλέον ἀποκαλυπτικό χωρίο τοῦ
ἁγ. Γρηγορίου,
τό ὁποῖο εἶναι τόσο διαυγές πού δέν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας, οὔτε καί εἰς
αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τά ἐφεύρουν ὥστε νά καλυφθοῦν. Εἶναι ἀπό τήν ἀναίρεσι
πού κάνει εἰς τό γράμμα τοῦ Ἀντιοχείας Ἰγνατίου. Ἀναφέρει δέ τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ
συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ ”στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά
Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος,
ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς
ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας
εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί
ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ
προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι
μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606).
Μέ λίγα λόγια ἡ ἀληθινή καί ὀρθόδοξος πίστις εἶναι τό
κριτήριο εἰσόδου ἤ ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία· εἶναι δέ τό μεγαλύτερο ψεῦδος νά
λέγωνται κάποιοι ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί,
ἐπί πλέον, τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τά πρόσωπα,
ἀλλά ἡ ἀληθινή καί ἀκριβής πίστις.
Οἱ σημερινοί βεβαίως ποιμένες καί ἀρχιποιμένες πιστεύουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν ἅγιο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι μέ τήν
χειροτονία των κατεστάθησαν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν
στήν ἱστορική της πορεία ὅπου βούλονται, ἀπαιτώντας συγχρόνως ἀπόλυτον ὑπακοή
ἀπό ὅλους. Αὐτοί ὅλοι, οἱ σημερινοί ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, εἶναι ἀκόλουθοι ὄχι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου,
ἀλλά τοῦ Πατριάρχου Καλέκα, διότι ἄν ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ ἁγίου δέν θά
ἀκολουθοῦσαν τόν Καλέκα εἰς τήν δυσσέβεια καί τήν αἵρεσι, ὅπως ὁ ἅγιος δέν τόν ἀκολουθοῦσε καί δι’ αὐτό ὁ Καλέκας τόν
εἶχε ἀποκομμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τό ἑωσφορικό πνεῦμα καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τόν Καλέκα
ἀναφέρει στήν ἴδια πραγματεία ὁ ἅγιος ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οἶμαι τόν οὕτως ἀνερυθριάστως
τοσαῦτα ψεύδη γράφοντα καί περιαγγέλλοντα πᾶσιν ἀνέδην, ρᾳδίως καί τοῦτ’ ἄν
εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός ὑπῆρχεν ἡ σύνοδος, ἐπεί
καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ
καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι
πᾶσαν. Κἄν τις μή ταχύ κατανεύσῃ πρός ὁ,τιοῦν καί τό λίαν ἀλυσιτελές αὐτῷ
καί ἀπίθανον, οὗτος εὐθύς ὁ τῇ ἐκκλησίᾳ πάσῃ παντάπασιν ἀπειθής καί ἀνήκοος.
»Οὕτω
γάρ καί ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καί ἀλλοτρίους τῆς ἐκκλησίας ἀξιοῖ καλεῖν, ὡς
ἀπαναινομένους τό δυσσεβεῖν, αὐτοῦ τοῦτο λέγοντος, καί παρεξηγεῖσθαι τόν
προβάντα τόμον ὑπέρ ἡμῶν καί ἡμῖν εἰς δικαίωμα καί γεγενημένον καί δεδομένον,
ὅτι τοῦτ’ αὐτό λέγομεν, ὡς ὑπέρ ἡμῶν ἐγεγόνει, ταῦτ’ ἄρα καί ἡμῖν δεδομένος
ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος τοίνυν, πῶς οὐκ ἄν ρᾳδίως εἴποι μόνον αὐτόν εἶναι καί τήν
μεγίστην ἐκείνην σύνοδον, ὡς ἀνεξέλεγκτος εἶναι, ὅ,τι ἄν ὡς ἀπ’ ἐκείνης
πλάττηταί τε καί συγγράφηται καθ’ ἡμῶν;»
(ΕΠΕ 3, Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, σελ. 590).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά τό ἀναφέρωμε, ὅτι ἀποτειχισμένοι ἀπό
τόν Πατριάρχη Καλέκα καί τούς ὁμόφρονάς του δέν ἦτο μόνο ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀλλά
καί οἱ ἀκολουθοῦντες τόν ἅγιο κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅταν ἐπίσης ὁ ἅγ. Γρηγόριος τό ἔτος 1340 συνέταξε καί προσυπέγραψε
πρῶτος τόν λεγόμενον «Ἁγιορειτικόν
τόμον» ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ὁ ὁποῖος κατέλαβε δεσπόζουσα θέσι στήν
μεταγενεστέρα Σύνοδο τοῦ 1341 καί ἐξέφραζε τήν πίστι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων
δογμάτων πού ὁ ἴδιος ὑπερασπίζετο εἰς τούς ἀγῶνας του κατά τοῦ Βαρλαάμ, τόν
προσυπέγραψαν καί ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες
Πατέρες.
Οἱ Ἁγιορεῖτες
φαίνεται ὅτι πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως καί κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ καί τῶν
μαθητῶν του διέκοψαν
τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάθε ἕνα πού εἶχε ἀντίθετο φρόνημα
ἀπό αὐτά πού ἐδίδασκε ὁ ἅγ. Γρηγόριος καί συμφωνοῦσαν κατά πάντα μέ τίς
παραδόσεις τῶν ἁγίων «ἀποδεχθέντες ὡς
συμφωνοῦντα ἀκριβῶς πρός τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων», διέκοψαν δηλαδή τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἰωάννου Καλέκα, γι’
αὐτό καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωροῦσε τόν Τόμον αὐτό ὡς σπουδαιότατο ὅπλο κατά τῆς
αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε στήν ἐποχή του.
...Τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ
Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά
διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό
ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς
κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν
καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό
φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία
ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ
Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό
πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό
τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά
τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα
καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν
ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων
ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν»
(ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄, σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ
Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς:
«Ὁ
ταπεινός Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους Ἰάκωβος, ταῖς ἁγιορειτικαῖς καί
πατερικαῖς ἐντεθραμμένος παραδόσεσι καί μαρτυρῶν ὅτι διά τῶν ἐνταῦθα
ὑπογραψάντων λογάδων, ἅπαν τό Ἅγιον Ὄρος
συμφωνοῦντες ὑπέγραψαν, καί αὐτός συμφωνῶν καί ἐπισφραγίζων ὑπέγραψα, καί τοῦτο
μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί
οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς
τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ.
Παλαμᾶ, Τόμος Γ', σελ. 514)...