Οι όροι της αληθούς ενώσεως
της αιρέσεως του Παπισμού
με την Ορθόδοξη Εκκλησία
Μελετώντας
κανείς τά κείμενα τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου καί τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» Φραγκίσκου, κατά τήν πρόσφατη θρονική ἑορτή
τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου (29, 30-11-2014), διαπιστώνει τήν ἔντονη καί διακαή ἐπιθυμία
καί τῶν δύο γιά πλήρη κοινωνία καί ἑνότητα μεταξύ τους. Γιά νά γίνουμε
πιό συγκεκριμένοι, παραθέτουμε τά λεχθέντα τους ἀπό τά ἴδια
τά κείμενά τους.
Πρῶτον,
ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στήν
προσλαλιά του πρός τόν αἱρεσιάρχη «πάπα» Φραγκίσκο, κατά τήν δοξολογία στόν Πατριαρχικό
Ναό κατά τήν ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στό Οἰκ. Πατριαρχεῖο στίς 29-11-2014, δήλωσε
: «Ἡ ἐνταῦθα ἔλευσις Ὑμῶν… μαρτυροῦσα τήν
βούλησιν Ὑμῶν καί τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὅπως συνεχισθῇ ἡ ἀδελφική
μετά τῆς ἡμετέρας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σταθερά πορεία, πρός ἀποκατάστασιν τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν». Καί λίγο παρακάτω ἐπανέλαβε : «…ἵνα
ἐπανεύρωμεν τήν πλήρη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν κοινωνίαν…».
Δεύτερον,
στήν ὁμιλία του πρός τόν Ποντίφηκα, κατά τήν
Θεία Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στόν Πατριαρχικό
Ναό στίς
30-11-2014, ἐπεσήμανε : «Διά
τῆς πρό πεντήκοντα ἐτῶν συναντήσεως ἐκείνων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας
ἤλλαξε κατεύθυνσιν, αἱ παράλληλοι
καί ἐνίοτε συγκρουόμεναι πορεῖαι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνηντήθησαν εἰς τό κοινόν ὅραμα τῆς ἐπανευρέσεως τῆς ἀπολεσθείσης
ἑνότητος αὐτῶν, ἡ ψυγεῖσα ἀγάπη ἀνεζωπυρώθη,
καί ἐχαλυβδώθη ἡ θέλησις ἡμῶν ὅπως πράξωμεν πᾶν τό καθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα ἐκ νέου ἀνατείλῃ ἡ ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί τῷ
κοινῷ Ποτηρίῳ κοινωνία ἡμῶν. Ἔκτοτε ἤνοιξεν ἡ ὁδός πρός Ἐμμαούς, ὁδός πιθανῶς μακρά καί ἐνίοτε δύσβατος, πλήν ἀνεπίστροφος, ἀοράτως τοῦ Κυρίου
συμπορευομένου μεθ᾿ ἡμῶν, ἄχρις οὗ Οὗτος
ἀποκαλυφθῇ ἡμῖν «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ΄ 35)». Στή συνέχεια τόνισε : «Τήν πίστιν
ταύτην ἐβίωσαν καί ἐδογμάτισαν οἱ κοινοί Πατέρες τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν,
συνελθόντες ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις, κληροδοτήσαντες αὐτήν
εἰς τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὡς θεμέλιον ἀκλόνητον τῆς ἑνότητος ἡμῶν. Τήν πίστιν ταύτην, τήν ὁποίαν διεφυλάξαμεν κοινήν ἐν
τῇ ἀνατολῇ καί ἐν τῇ δύσει ἐπί μίαν χιλιετίαν, καλούμεθα καί πάλιν νά θέσωμεν ὡς βάσιν τῆς ἐνότητος ἡμῶν, ὥστε
«σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄ 2-3), νά χωρήσωμεν μετά τοῦ Παύλου ἐπί τά
πρόσω «τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενοι τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ΄
14)». Λίγο ἀργότερα ὑπογράμμισε : «…ἐπείγει ὅσον ποτέ ἄλλοτε ἡ πορεία πρός τήν ἐνότητα ὅσων ἐπικαλοῦνται
τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Εἰρηνοποιοῦ». Τέλος,
ἀνέφερε ὅτι «ἡ ἑνότης, περί τῆς ὁποίας
ἡμεῖς πολυπραγμονοῦμεν, πραγματοποιεῖται ἤδη εἴς τινας περιοχάς, ἀτυχῶς, διά τοῦ μαρτυρίου».
Τέλος,
στήν κοινή δήλωση, πού ὑπέγραψαν ὁ
«πάπας» Φραγκῖσκος καί ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στίς
30-11-2014, μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι : «Ἐκφράζομεν
τήν εἰλικρινῆ καί σταθεράν ἀποφασιστικότητά μας, ὑπακούοντες εἰς τό θέλημα τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐντείνωμεν τάς προσπαθείας μας διά τήν προώθησιν τῆς πλήρους ἑνότητος ὅλων τῶν
Χριστιανῶν καί, ὑπεράνω ὅλων, μεταξύ τῶν Καθολικῶν καί τῶν Ὀρθοδόξων».
Ἀπό την πλευρά του ὁ ἀρχηγός τοῦ
κράτους τοῦ Βατικανοῦ κ. Φραγκῖσκος στήν ὁμιλία του πρός
τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς
τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στόν Πατριαρχικό Ναό στίς
30-11-2014, ἐπεσήμανε : «Τό νά συναντηθοῦμε καί νά κοιτάξει ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, τό νά ἀνταλλάξουμε
τόν ἀσπασμό τῆς εἰρήνης, τό νά προσευχηθουῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ἀποτελοῦν οὐσιαστικές
διαστάσεις τῆς πορείας ἐκείνης πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους
κοινωνίας πρός τήν ὁποίαν τείνουμε». Καί
πρόσθεσε : «Γιά μιά εὐτυχή σύμπτωση,
αὐτή ἡ ἐπίσκεψή μου γίνεται ἀρκετές μέρες μετά ἀπό τόν ἑορτασμό τῆς 50ῆς
ἐπετείου τῆς ἔκδοσης τοῦ Διατάγματος τῆς
δεύτερης συνόδου τοῦ Βατικανοῦ Unitatis Redintegratio
γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητος μεταξύ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Πρόκειται γιά ἕνα θεμελιώδες
κείμενο, μέ τό ὁποῖο ἀνοίχθηκε ἕνας νέος δρόμος γιά τήν συνάντηση μεταξύ τῶν
καθολικῶν καί τῶν ἀδελφῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων». Ταυτόχρονα συμπλήρωσε : «Φρονῶ σημαντικό νά ἐπισημάνω τόν σεβασμό αὐτῆς
τῆς ἀρχῆς ὡς οὐσιαστικῆς καί ἀμοιβαίας προϋπόθεσης γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς
πλήρους κοινωνίας, πού δέν σημαίνει ὑποταγή τοῦ ἑνός στόν ἄλλο, οὔτε ἀφομοίωση,
ἀλλά μᾶλλον ἀποδοχή ὄλων τῶν δωρεῶν, πού ὁ Θεός ἔδωσε στόν καθένα, γιά νά φανερώσει σέ ὀλόκληρο
τόν κόσμο τό μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας, πραγματοποιηθέν ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, διά μέσου τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Θέλω νά διαβεβαιώσω τόν καθένα ἀπό
σᾶς ὅτι, γιά νά φθάσουμε στόν ἀναζητούμενο
σκοπό τῆς πλήρους κοινωνίας, ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν προτίθεται νά ἐπιβάλει
καμία ἀπαίτηση, παρά μόνον ἐκείνη τῆς ὁμολογίας τῆς κοινῆς πίστεως, καί ὅτι
εἴμαστε ἔτοιμοι νά ἀναζητήσουμε ἀπό κοινοῦ ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῆς ἐμπειρίας τῆς πρώτης χιλιετίας, τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀναγκαία ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας στίς σημερινές συνθήκες : τό μόνο πρᾶγμα πού ἡ Καθολική Ἐκκλησία
ἐπιθυμεῖ καί ἐγώ ἀναζητῶ́, ὡς Ἐπίσκοπος
Ρώμης "τῆς Ἐκκλησίας τῆς προκαθημένης τῆς ἀγάπης", εἶναι ἡ κοινωνία
μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες».
Καί κατέληξε : «Παναγιώτατε, εἴμαστε
ἤδη ἐν πορεία πρός τήν πλήρη κοινωνία
καί ἤδη μποροῦμε νά βιώσουμε σημαντικά σημεῖα μιᾶς πραγματικῆς ἑνότητας,
ἔστω καί ἄν αὐτή εἶναι ἀκόμα μερική».
Μετά
τά παραπάνω ἀναρωτιέται κανείς, ἄν οἱ ὅροι, πού θέτουν ὁ Οἰκ. Πατριάρχης καί ὁ
«πάπας» Φραγκῖσκος, εἶναι οἱ ἀληθεῖς ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἤ
οἱ ψευδεῖς ὅροι μιᾶς ψευδοενώσεως. Καί, τέλος πάντων, ποιοί εἶναι οἱ ἀληθεῖς ὅροι
τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως, σύμφωνα πάντα μέ τήν διαχρονική παράδοση καί αὐτοσυνειδησία
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Σύμφωνα μέ τόν ἀοίδιμο παν. ἀρχιμ.
κυρό Σπυρίδωνα Μπιλάλη, δύο εἶναι οἱ ὄροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως
τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία : Α) Ἕνωση ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς
ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί Β) Δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Α) Ἕνωση ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
Ἐξ
ἐπόψεως Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054 καί μετά, τονίσθηκαν κατ'ἐπανάληψιν
οἱ ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, οἱ ὁποῖοι, ἀτυχῶς, μέχρι
καί σήμερα δέν ἔγιναν ἀποδεκτοί ἀπό τόν
πλανεμένο ἀκόμη Παπισμό. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικός στήν προδοτική ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας κάλεσε τόν Παπισμό
νά ἄρει ἀπό τό μέσον τήν αἰτία τοῦ Σχίσματος, χάριν τῆς ποθητῆς ἑνώσεως : «Ἀδύνατόν
ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην, ἐάν μή λυθῆ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον».
Ὁ Παπισμός εἶναι ὁ μόνος καί κύριος ὑπεύθυνος τοῦ Σχίσματος. Ὁ ρῶσος Μητροπολίτης
Βρυξελλῶν κυρός Βασίλειος,
κατά τήν Ε΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς
Γενεύης τό 1968, ἀπαντώντας στίς ἀπαράδεκτες κατηγορίες τοῦ οἰκουμενιστοῦ Σεβ. Μητρ. Χαλκηδόνος κυροῦ
Μελίτωνος περί φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας τῶν Ὀρθοδόξων, τόνισε : «Δέν πρόκειται περί ἐκκλησιαστικῆς διαιρέσεως
καί μονοπλεύρου φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας ἤ ἀπομονωτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά
περί σχίσματος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης, τό ὁποῖο φέρει τήν εὐθύνη τοῦ σχίσματος,
ἕνεκα τῶν γνωστῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, τοῦ Filioque κ.τ.λ. Οὐδόλως φέρει τήν εὐθύνη τοῦ
σχίσματος ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία, ἐπειδή κατέχει τήν πληρότητα τῆς χάριτος».Ὁ Παπισμός, πού προκάλεσε τό Σχίσμα, καλεῖται ἤδη νά ἄρει
τά αἴτια τοῦ Σχίσματος καί νά ἐπανέλθει στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, συντελώντας στήν ἕνωσή του μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ἐάν θέλει νά ἐφαρμόσει τόν γνωστό λόγο «ὁ
τρώσας καί ἰάσεται». Ὁ Παπισμός θά συντελέσει πράγματι στήν ἀπό ὅλους ποθητή
καί μόνιμη ἕνωση, ἐάν μετακινηθεῖ ἀπό τήν θέση του κατά ἕντεκα ὁλόκληρους αἰῶνες
καί βρεθεῖ στό ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὅταν ἀπήγγειλλε τό ἴδιο Σύμβολο τῆς
Πίστεως μέ τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀναγνώριζε ὡς ὑπέρτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή καί στόμα τοῦ ἀλαθήτου
τῆς Ἐκκλησίας τήν Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ὑπέρ
τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπί τοῦ
ἐδάφους τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, μίλησαν καί ἔγραψαν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι
θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέκρουσαν τίς ἀντορθόδοξες ἑνωτικές θεωρίες περί δογματικῆς
συνυπάρξεως, οἱ ὁποῖες ἐκπορεύθηκαν ἐσχάτως ἀπό τούς ἐγκεφάλους κάποιων οἰκουμενιστῶν
ἐπισκόπων καί θεολόγων. Ἀναφέρουμε ὀνομαστικά καί μόνον τήν ἐν Κων /λει Σύνοδο
τοῦ 1895, τόν
Παναγιώτη Τρεμπέλα, τήν
ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό Β΄ Συνέδριο
περί πίστεως καί τάξεως τό 1937 στό Ἐδιμβοῦργο, τήν
ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό Β΄ Συνέδριο
τοῦ λεγομένου «Π.Σ.Ε.» στό Ἔβανστον τό 1954, τούς
Μακ. Ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρούς Θεόκλητο Β΄ καί
Χρυσόστομο Β΄,
τόν καθηγητή Παναγιώτη Μπρατσιώτη, τόν
Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Μιχαήλ, τόν
Ἰωάννη Καρμίρη,
τόν καθηγητή Λεωνίδα Φιλιππίδη, τόν
καθηγητή Κων/νο Μουρατίδη καί
τόν καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Πετρουπόλεως Ossinin.
Πῶς,
ὅμως, θά ἐπέλθει ἡ ἀληθής ἕνωση, ὅταν ὁ Παπισμός, ἀποδεχόμενος κατ’ἀρχήν μόνο τούς
κανόνες τῆς Α΄ ἐν Νικαία Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325) καί τῆς Σαρδικῆς
(343), ἀδιαφόρησε ὡς πρός τήν νομοθεσία σέ σχέση μέ τήν ἐκκλησιαστική εὐταξία καί
πειθαρχία τῶν ὑπολοίπων Ἀνατολικῶν Συνόδων, Οἰκουμενικῶν ἤ Τοπικῶν; Ὁ
Παπισμός, χάριν τῆς ἑνώσεως, καλεῖται νά ἀπορρίψει ὅλες τίς πλάνες τῶν, μετά τό
Σχίσμα τοῦ 1054, δεκατεσσάρων ψευδοοικουμενικῶν συνόδων του, νά ἀπορρίψει ὅλα
τά πλανεμένα παπικά Δεκρετάλια καί νά ἀποδεχθεῖ ἀνεπιφυλάκτως τίς ἑπτά Ἅγιες
καί Οἰκουμενικές Συνόδους (ὅπως ἐπίσης καί τήν Η΄ ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ ἐπί ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ), ὅλες τίς τοπικές, οἱ ὁποῖες προσέλαβαν οἰκουμενικό κῦρος,
καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν οἰκουμενικό
κῦρος, ἐπικυρούμενοι ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκ. Συνόδου.
Ἡ
αὐθεντία καί ἡ Παράδοση τῆς ἀρχαίας Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μόνη βάση καί
τό μόνο ἀσφαλές κριτήριο πιστότητας ἤ ἀποκλίσεως μιᾶς συγχρόνου Ἐκκλησίας. Κάθε
Ἐκκλησία, πού καινοτομεῖ, ἀποκόπτει τόν ἑαυτό της αὐτομάτως ἀπό τήν ἑνότητα μέ τήν
ἀρχαία Οἰκουμενική Ἐκκλησία. Ὁ πάπας
Ρώμης Κελεστῖνος Α΄, σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
προσηλωμένος στήν ἐκκλησιαστική ἀρχαιότητα, διεκήρυξε : «Παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τήν ἀρχαιότητα».
Οἱ
Παπικοί, οἱ κληρονόμοι τῆς πλάνης, χάριν τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων, δηλ. τῆς ἑνώσεως,
εἶναι ἀνάγκη νά παρεκκλίνουν ἀπ’ ὅλες τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις τῆς αἱρετικῆς
παρασυναγωγῆς τους, καί νά ἐπανεύρουν τήν εὐθεῖα ὁδό, πού ὁδηγεῖ στήν Μία, Ἁγία,
Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τήν παρέκκλιση ἀπό τήν πλανεμένη ἀπόκλιση τῶν
προγόνων ζητᾶ ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος : «Δέν ὑποχρεούμαστε νά ἀκολουθοῦμε τίς πλάνες
τῶν προγόνων μας καί τῶν οἰκείων μας, ἀλλά τό κῦρος τῶν Γραφῶν καί τίς διαταγές
τοῦ Θεοῦ».
Ἐπιστροφή τῶν πλανεμένων στήν πρωταρχική χριστιανική διδασκαλία ἀπαιτεῖ καί ὁ ἅγιος Κυπριανός : «Ὅταν ἀπό τήν συνήθεια καί τήν παράδοση λείπει ἡ ἀλήθεια, αὐτές δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀρχαιότητα τῆς πλάνης. Ὑπάρχει ἕνα πολύ ἀσφαλές μέσον, μέ τό
ὁποῖο οἱ θρησκευτικές ψυχές μποροῦν νά διακρίνουν αὐτό πού εἶναι ἀληθές ἀπό αὐτό
πού δέν εἶναι. Ἀρκεῖ νά φθάσουν στήν πρώτη ἀρχή τῆς θείας διδασκαλίας, ἐκεῖ ὅπου
τερματίζεται ἡ ἀνθρώπινη πλάνη. Ἄς ἐπιστρέψουμε ἐκεῖ στήν πρωταρχική
διδασκαλία, ἡ ὁποία δόθηκε ἀπό τόν Κύριό μας, ὡς τήν εὐαγγελική ἀρχή, στήν ἀποστολική
παράδοση, ἀπ’ὅπου πηγάζει ὁ λόγος τῶν σκέψεων καί τῶν πράξεών μας».
Β) Δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη
Ἡ ἕνωση θά γίνει μόνο μέ βάση τήν ταυτότητα τῆς δογματικῆς
πίστεως. Χωρίς ἑνότητα στήν πίστη, ὁποιοσδήποτε ἑνωτικός ὁραματισμός θά καταντᾶ
πάντοτε καθαρά οὐτοπία. Οἱ οἰκουμενιστικές θεωρίες τῆς δογματικῆς συνυπάρξεως,
πού βασίζονται στόν ἀντορθόδοξο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν γέφυρα τῆς ψευδοῦς ἑνώσεως
καί θέτουν σέ κίνδυνο τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μυστηριακή κοινωνία, ὡς πρῶτο στάδιο ἑνώσεως,
χωρίς τήν δογματική ἕνωση, ἀποτελεῖ στήν οὐσία ἄρνηση τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς
διδασκαλίας περί τοῦ ὑπερφυοῦς Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτοί, πού δέν
τοποθετοῦν τήν δογματική ἕνωση ὡς θεμέλιο τῆς ἑνώσεως, λόγω τῆς συγχύσεως ἀπό
τόν Οἰκουμενισμό, ἀπομακρύνουν τήν ποθητή ἡμέρα τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως.
Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαῖος, σπεύδοντας ὅπως-ὅπως σέ μιά ψευδῆ ἕνωση, δέν δίστασε νά δηλώσει, ὅπως
φαίνεται στά ἀνωτέρω ἀποσπάσματα τῶν κειμένων του, πού παραθέσαμε στήν ἀρχή, ὅτι
κατευθύνεται πρός τό κοινό Ἅγιο Ποτήριο καί ὅτι πρέπει νά καταρριφθοῦν καί οἱ
τελευταῖοι φραγμοί γιά τήν μετοχή στό κοινό Ποτήριο Ὀρθοδόξων καί παπικῶν. Οἱ
πατριαρχικές δηλώσεις προφανῶς ἀγνοοῦν τήν πραγματικότητα τῆς πείσμονος ἐμμονῆς
τῶν παπικῶν σ’ὅλες τίς φοβερές αἱρέσεις τους. Τά ἀπαράδεκτα πατριαρχικά κείμενα
ἑτοιμάζουν, φαίνεται, τήν ὁδό γιά αὐθαίρετη καί πραξικοπηματική ἄνωθεν ἕνωση,
χωρίς τήν δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Δυστυχῶς, τά περισσότερα Ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα καί οἱ περισσότερες Ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες σιγοῦν καί δέν
δίνουν τήν δέουσα ἀπάντηση στά προκλητικά λόγια τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Ὅμως, τήν ἔμπρακτη ἀπάντηση δίνει τό πανορθόδοξο πλήρωμα, τό ὁποῖο, πιστό στήν Ὀρθόδοξη
πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποδοκιμάζει ὁποιοδήποτε
Βαρθολομαιϊκό ἑνωτικό πραξικόπημα καί ἀποδεικνύεται γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ ἄγρυπνος
φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά συμπεραίνεται α) ἀπό τήν
συνεχιζόμενη συλλογή χιλιάδων ὑπογραφῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν στό ἐξαίρετο καί ἐμβριθέστατο,
θεολογικότατο καί ἐπιστημονικότατο κείμενο τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καί Μοναχῶν μέ
θέμα : «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκ.
Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», καί β) ἀπό τό κείμενο
διαμαρτυρίας ἑκατοντάδων ἁπλῶν πολιτῶν, ἀλλά πιστῶν τέκνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἀπό τό νομό Ἡμαθίας πρός τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.
Τήν ἀνάγκη τῆς δογματικῆς ἑνώσεως
ὑπογραμμίζουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅπως ὁ Κων/νος
Δυοβουνιώτης,
ὁ Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὁ
Χρῆστος Ἀνδροῦτσος, ὁ
Παναγιώτης Τρεμπέλας καί ἡ
ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία τό 1954 ἐνώπιον τοῦ Β΄ Συνεδρίου τοῦ λεγομένου «Π.Σ.Ε.»
στό Ἔβανστον.
Σύμφωνα
μέ τόν Βούλγαρο ὀρθόδοξο θεολόγο S.
Zankow,
«ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε
τήν ἄποψη ὅτι ἡ παγκόσμια χριστιανική ἀγάπη συνεπάγεται ἀδιαφορία πρός τίς
δογματικές διαφορές καί ὅτι πάνω σ’αὐτή τήν ἀδιαφορία μπορεῖ νά στηριχθεῖ ἡ ἕνωση.
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε ὅτι, ὅπως ὁ Χριστιανισμός ἤ ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία
χωρίς ἀρχές εἶναι ἀδύνατος καί παράλογος, ἔτσι καί ἡ ἕνωση χωρίς ἑνότητα στήν
πίστη εἶναι ἀδύνατη καί παράλογη».
Ἡ δήλωση αὐτή τοῦ S.
Zankow,
πού ἔγινε τό 1925, ἰσχύει καί σήμερα, καί ἀποτελεῖ ἀποστομωτική ἀπάντηση στή θεωρία τῆς δογματικῆς συνυπάρξεως τῶν
συγχρόνων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καί θεολόγων καί στή θεωρία τοῦ Οἰκ.
Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί ἀποχρωματισμοῦ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν μέσω τῆς
ἀγάπης.
Ἡ
δογματική ἕνωση πρέπει να γίνει μόνο μέ βάση τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία,
ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτη μέ τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἐάν
ὁ Παπισμός, χάριν τῆς ἑνώσεως, ποθεῖ εἰλικρινῶς νά βρεθεῖ καί πάλι στό ἔδαφος τῆς
ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί νά ἑνωθεῖ δογματικῶς μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπορρίψει
ὅλες τίς πλάνες του καί νά ἀποδεχθεῖ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
σχετικά μέ τό δόγμα, τήν λατρεία καί τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση, ὅπως ὀρθῶς
παρατηρεῖ ἐν προκειμένω ὁ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος.